μισθοφορέω

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορέω Medium diacritics: μισθοφορέω Low diacritics: μισθοφορέω Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: misthophoréō Transliteration B: misthophoreō Transliteration C: misthoforeo Beta Code: misqofore/w

English (LSJ)

   A receive wages or pay, esp. in the public service, serve for hire, Ar.Av.584, V.683, X.Oec.1.4, etc.; δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.Pol.1317b35; παρά τινος Luc.Apol.11: c. acc. rei, receive as pay, τρεῖς δραχμάς Ar.Ach.602; τὰ δημόσια μ. χρήματα Id.Ec.206; μ. ἄλφιτα Id.Pax477; μ. τὰ τούτων receive pay from their purse, Lys.27.11.    b freq. of mercenary soldiers, IG12.99.22, Ar. Av.1367, etc.; μ. τισί X.Cyr.8.8.20; παρά τινι ib.3.2.25, D.23.149; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.1.103; μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, i.e. to draw pay without filling up the vacancies, Id.3.146.    2 bring in rent or profit, οἰκία -φοροῦσα, ἀνδράποδα -φοροῦντα, Is.8.35; εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον -φοροῦν X.Ath. 1.17:—Pass., to be let for hire, Id.Vect.3.5.    II causal, engage for pay, take into service, στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.Ep.186.2.

German (Pape)

[Seite 190] ein μισθοφόρος sein, Lohn, Sold davontragen, erhalten; Ar. Ach. 577 u. öfter; τὰ δημόσια χρήματα, Eccl. 206; ὡς οὔτε μισθοφορητέον εἴη ἄλλους ἢ τοὺς στρατευομένους, Thuc. 8, 65; τινί, Xen. Cyr. 8, 8, 20; παρά τινι, 3, 2, 26, wie Pol. 1, 7, 2 u. a. Sp.; οἰκία μισθοφοροῦσα, das Miethe einbringt, Isae. 8, 35.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορέω: εἶμαι μισθοφόρος, λαμβάνω μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ δημοσίᾳ ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, παρά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· παρά τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω ὡς μισθόν, τρεῖς δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, λαμβάνω μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) συχν. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· παρά τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν πένης, Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. λαμβάνω τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) φέρω ἐνοίκιον ἢ κέρδος, φέρω εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα οἰκία Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, λαμβάνω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. 1 recevoir un salaire, une solde : παρά τινος de qqn;
2 recevoir une solde militaire, être soldat, servir : τινί ou παρά τινι être à la solde de qqn;
II. rapporter un salaire, procurer un revenu en parl. d’une propriété.
Étymologie: μισθοφόρος.

Greek Monotonic

μισθοφορέω: μέλ. -ήσω, 1. α) είμαι μισθοφόρος, λαμβάνω μισθό ή πληρωμή για εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίες, παρέχω δημόσια υπηρεσία επί πληρωμή, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., λαμβάνω ως πληρωμή, τρεῖς δραχμάς, σε Αριστοφ. β) λέγεται για μισθοφόρους στρατιώτες, στον ίδ., σε Θουκ.· μισθοφορῶ τινι, σε Ξεν.· μισθοφορῶ ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, σαν να ήταν φτωχός, σε Αισχίν.
2. προσφέρω ενοίκιο ή κέρδος, μισθοφοροῦσα οἰκία, σε Ισαίο· ζεῦγοςἀνδράποδον μισθοφοροῦν, σε Ξεν. — Παθ., προσφέρομαι να γίνω μισθωτός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφορέω:
1) получать заработную плату, служить за плату, работать по найму: μ. τινος Arph. и παρά τινος Luc. находиться на жалованье у кого-л.;
2) получать в качестве жалованья (τρεῖς δραχμάς, ἄλφιτα, τὰ δημόσια χρήματα Arph.);
3) воен. служить наемником (τινι и παρά τινι Xen.): μ. ἐν τῷ ξενικῷ Aeschin. служить наемником в иноземных войсках;
4) приносить доход (ἀνδράποδον μισθοφοροῦν Xen.; οἰκία μισθοφοροῦσα Isae.).

Middle Liddell

μισθοφορέω, fut. -ήσω
1. to be a μισθοφόρος, to receive wages or pay in the public service, to serve for hire, Ar., Xen., etc.;—also c. acc. rei, to receive as pay, τρεῖς δραχμάς Ar.
b. of mercenary soldiers, Ar., Thuc.; μισθ. τινί Xen.; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.
2. to bring in rent or profit, μισθοφοροῦσα οἰκία Isae.; ζεῦγοςἀνδράποδον μισθοφοροῦν Xen.:— Pass. to be let for hire, Xen.