διαιτητής

From LSJ
Revision as of 14:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητής Medium diacritics: διαιτητής Low diacritics: διαιτητής Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: diaitētḗs Transliteration B: diaitētēs Transliteration C: diaititis Beta Code: diaithth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A arbitrator, umpire, Hdt.5.95, Pl.Lg.956c, etc.; τῆς γὰρ δίκης… γίγνεταί μοι δ. Στράτων D.21.83; δ. ὁ μέσος Arist.Pol.1297a6; esp. at Athens, Id.Ath.53, etc.    II in later Law, = judex pedaneus, Cod.Just.4.20.15, etc.

German (Pape)

[Seite 580] ὁ, Schiedsrichter, Her. 5, 95; Plat. Prot. 337 e u. öfter, wie bei Rednern, z. B. Dem. 59, 45. In Athen wurden sie in Privatprocessen entweder von den Parteien od. von Staatswegen durchs Loos bestimmt; die meisten Processe kamen erst, wenn man sich bei ihrer Entscheidung nicht beruhigen wollte, an die eigentl. δικασταί, vgl. Harpocr.; Hudtwalker über die Diäteten; Heffter Athen. Gerichtsverf. p. 277 ff.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ κρίνων, διαλύων διαφοράν, Λατ. arbiter, Ἡρόδ. 5. 95, Πλάτ. Νόμ. 956C, κτλ.· τῆς γὰρ δίκης… γίγνεταί μοι δ. Στράτων Δημ. 541. 16· διαιτητὴς... ὁ μέσος Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 5. - Ἐν Ἀθήναις οἱ διαιτηταὶ ἦσαν σῶμα ἀνδρῶν ὡρίμου ἡλικίας (τὸ 60 ἔτος συμπληρωσάντων), οἵτινες ἐξελέγοντο κατ’ ἔτος διὰ κλήρου· εἰς ἕνα ἐξ αὐτῶν ὁ ἄρχων ἠδύνατο νὰ παραπέμψῃ πᾶσαν ἰδιωτικὴν ὑπόθεσιν ἀντὶ νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τοὺς ἡλιαστάς, ἂν καὶ ἑκάτερος τῶν διαδίκων εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κάμῃ ἔφεσιν τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον τοῦτο· ἐπληρώνοντο δὲ λαμβάνοντες μίαν δραχμὴν (παράστασις) παρ’ ἑκατέρου τῶν διαδίκων. Ὑπῆρχον ὡσαύτως ἰδιῶται διαιτηταί, ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τῶν δύο μερῶν καὶ ἔχοντες ὅσην ἐξ ουσίαν ὁμοφώνως παρεχώρουν εἰς αὐτοὺς οἱ διάδικοι. Ὅρα Herm. Pol. Ant. § 145, ἢ, πρὸς πληρεστέραν γνῶσιν, Meier Die Diätelen Athens (1846). ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαντ. = judex pedaneus.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
arbitre.
Étymologie: διαιτάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I medic. dietista Gal.12.630.
II 1jur. árbitro, mediador
a) en cuestiones políticas entre pueblos, Hdt.5.95, FD 4.355.25 (II a.C.), ἐκρίνοντο γὰρ τοῖς ὅπλοις, οὐκ ἔχοντες διαιτητάς los acarnanios y los etolios, Str.10.2.19;
b) funcionario público encargado, en procesos privados por encima de diez dracmas, de llegar a un acuerdo entre las partes antes de ir a juicio, esp. en Atenas, Lys.10.6, Arist.Ath.53.5, IG 22.1926.1, CEG 891, Ath.Agora 19L.4a.3, 5 (todas IV a.C.), οὔτ' ἐπὶ τοῖς δικαστηρίοις οὔτε πρὸς τοῖς διαιτηταῖς Isoc.15.38, cf. TDA 49.1.19 (IV/III a.C.), ὁ γὰρ δ. τὸ ἐπιεικὲς ὁρᾷ, ὁ δὲ δικαστὴς τὸν νόμον el árbitro observa la equidad, el juez la ley Arist.Rh.1374b21, cf. Ammon.Diff.133, Hsch.
regulado mediante ley a fines del s. V a.C. ὁ τῶν διαιτητῶν νόμος D.21.94, cf. Lys.Fr.37.2, δ. περὶ τῶν καρπῶν SEG 29.127.2.42 (Atenas II d.C.)
tb. en Éfeso IEphesos 4A.6, 18 (III a.C.), en Milasa IMylasa 101.42, 141.1, 127.8 (todas heleníst.), en la Alejandría ptol. PHal.1.26, PHamb.168.11 (ambos III a.C.), en la monarquía rom., D.H.10.32
en la teoría política de Platón elegible por las partes, Pl.Lg.956c;
c) privado, elegido por las partes, D.21.83, 93, 27.49, 59.47, Is.5.31, 32, Isoc.18.14, en el Egipto biz. PLond.992.17, PMonac.14.45 (ambos VI d.C.), en derecho tard., equiv. de lat. iudex pedaneus, Cod.Iust.4.20.15 proem.
2 gener. mediador, reconciliador Arist.Pol.1297a6, Luc.Tox.62, Plu.2.750a, Mar.27, fig. de dioses εἴ τις δικαστὴς ἢ δ. θεῶν Men.Fr.316, de Cristo, Origenes Cels.3.37.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διαιτήτρια, η) (Α διαιτητής) δίαιτα
ο τρίτος που εκλέγεται ή ορίζεται από τους ενδιαφερομένους για την επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς
νεοελλ.
αυτός που επιβλέπει ομαδικό αγώνισμα και ιδίως ποδοσφαιρικόν αγώνα και επιλύει επί τόπου και τελεσίδικα τις διαφορές που αναφύονται.

Greek Monotonic

δῐαιτητής: -οῦ, ὁ (διαιτάω II), κριτής, διαιτητής, αυτός που επιλύει διαφορές, Λατ. arbiter, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαιτητής -οῦ, ὁ [διαιτάω] scheidsrechter.

Russian (Dvoretsky)

διαιτητής: οῦ ὁ (тж. δ. ὁ μέσος Arst.) диэтет, третейский судья, посредник Her., Plat., Arst., Dem., Plut.

Middle Liddell

δῐαιτητής, οῦ, διαιτάω II.]
an arbitrator, umpire, Lat. arbiter, Hdt., Plat., etc.

English (Woodhouse)

arbitrator

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)