δασύνω

From LSJ
Revision as of 14:19, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύνω Medium diacritics: δασύνω Low diacritics: δασύνω Capitals: ΔΑΣΥΝΩ
Transliteration A: dasýnō Transliteration B: dasynō Transliteration C: dasyno Beta Code: dasu/nw

English (LSJ)

pf. Pass., δεδάσυμμαι or

   A -υσμαι Hp.Coac.172: inf. -ύνθαι Adam. Phgn.2.26:—make rough or hairy, δ. τὰς ἀλωπεκίας bring back the hair on them, Dsc.1.125, Gp.12.22.12:—Pass., become or be hairy, Ar.Ec.66, Hp.Epid.6.8.32; opp. φαλακρόομαι, Arist.HA518b27; become bushy, Thphr.HP2.6.12.    II make thick and cloudy, overcast, οὐρανόν Id.Vent.51, Sign.36.    III aspirate, Trypho Fr. 5, D.H.Comp.14, A.D.Pron.12.21, Seleuc. ap. Ath.9.398a.    IV Pass., of urine, become cloudy, Hp.Prorrh.1.95.    2 of breathing, become rapid, Agathin. ap. Orib.10.7.22.    3 of the voice, become hoarse, Dsc.3.80.

German (Pape)

[Seite 524] 1) rauch, haarig machen, Diosc.; pass., haarig werden, sein, σῶμα ἐδασὐνθη Hippocr.; ἵνα δασυνθείην Ar. Eccl. 66; ἡ κνήμη δασύνεται Alc. Mess. 2 (XII, 30); δασὐνονται αἱ ὀφρύες Arist. H. A. 3, 11. 12; κόρυς δασυνομένη θριξί Paul. Sil. 46 (VI, 81). – 2) verdichten, verdicken, νέφεσι τὸν οὐρανόν, vom Winde, mit dichtem Gewölk bedecken, Theophr.; ῥοὰ δασὐνεται, wird mit Blättern bedeckt, Id. – 3) mit dem Spiritus asper versehen, aussprechen, Gramm.; Ath. IX, 897 e; πνεῦμα δασυνόμενον Agath. 69 (XI, 382).

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύνω: (ῡ), μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι τραχὺ ἢ πλῆρες τριχῶν, τριχωτόν, δ. τὰς ἀλωπεκίας, ἐπαναφέρω τὴν τρίχα εἰς αὐτάς, Διοσκ. 1. 179. ― Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι τριχωτός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 66, Ἱππ. 1202Α· ἐναντίον τοῦ φαλακρόομαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 11, 15. ΙΙ. κάμνω τι πυκνὸν καὶ συννεφῶδες, συσκοτίζω, οὐρανὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 51, Σημ. 2. 11. ΙΙΙ. θέτω δασεῖαν ἢ τὸ δασὺ πνεῦμα, Τρύφ. παρ’ Ἀθήν. 397Ε.

French (Bailly abrégé)

1 rendre touffu, velu ; Pass. devenir velu;
2 prononcer avec l’esprit rude.
Étymologie: δασύς.

Spanish (DGE)

(δᾰσύνω)
• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [v. pas. aor. part. δασυνθεῖσαν Dsc.3.80; v. med. perf. inf. δεδασύνθαι Adam.2.37, part. δεδασυσμένα Hp.Prorrh.1.95]
I intr. en v. med.-pas.
1 cubrirse de vello, ser o hacerse velludo de pers., una mujer, Ar.Ec.66, τὸ σῶμα tb. de una mujer, Hp.Epid.6.8.32, Adam.l.c., un anciano AP 12.35 (Diocl.), τὰ θερμότατα τοῦ σώματος μέρη Plu.2.651e, ἡ κνήμη AP 12.30 (Alc.Mess.), 220 (Strat.), op. φαλακρόομαι ‘quedarse calvo’ ἔνιοι δασύνονται les vuelve a nacer el pelo Arist.HA 518b27
de partes velludas espesarse αἱ ὀφρύες Arist.HA 518b6, cf. PA 658a29, κόρυς AP 6.81 (Paul.Sil.)
de árboles hacerse frondoso ῥόα Thphr.HP 2.6.12, τὸ χωρίον Gal.3.908.
2 medic., de la respiración hacerse dificultosa, jadeante πνεῦμα AP 11.382.16 (Agath.), μέχρι τοῦ δασῦναι τὸ πνευμάτιον ἀποχρώντως Agathin. en Orib.10.7.22.
3 medic. hacerse denso y turbio, de la orina ser jumentosa οὐρέοντες μέλανα δεδασυσμένα Hp.l.c., Coac.172, cf. Gal.16.712, 713.
4 medic. enronquecer φωνὴν ... δασυνθεῖσαν Dsc.l.c.
5 gram. aspirarse τοῦτο (ζ) δ' ἡσυχῇ τῷ πνεύματι δασύνεται D.H.Comp.14.21, cf. A.D.Pron.12.21, I.Ap.1.83, Plu.2.738c, Aristid.Quint.43.18, Ῥωμαῖοι πρὸ πάντων τῶν δασυνομένων ὀνομάτων τὸ Η̅ προγράφουσιν Seleuc.70, πάσης γὰρ λέξεως τὸ ρ̅ ἀρχόμενον δασύνεται Sch.Er.Il.1.56b.
II tr. v. act.
1 hacer peludo, hacer crecer el pelo ἀλωπεκίας Dsc.1.125, Gp.12.22.11.
2 oscurecer, cubrir οὐρανὸν νέφεσι Thphr.Sign.36, cf. Vent.51, δασύνειν τὴν οἰνοποσίαν oscurecer la bebida, hacer el vino más espeso, aunque quizá en sent. fig. aguar la fiesta, BGU 2371.4 (I d.C.).
3 gram. aspirar τὴν τελευταίαν συλλαβήν Trypho Fr.5.

• Etimología: Deriv. de δασύς q.u.

Greek Monolingual

(AM δασύνω) δασύς
προφέρω ή γράφω με δασύ πνεύμα («'Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις»)
αρχ.
Ι. (για τον ουρανό) γεμίζω σύννεφα, καθιστώ σκοτεινό («ὁ 'Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν»)
II. δασύνομαι
1. βγάζω μαλλιά («φαλακροὶ δασύνονται»)
2. (για τα ούρα) θολώνω
3. (για την αναπνοή) γίνομαι δυσχερής, βαραίνω
4. (για τη φωνή) γίνομαι βραχνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύνω [δασύς] harig maken, ruig maken:; ἵνα δασυνθείην ὅλη opdat ik geheel behaard zou worden Aristoph. Eccl. 66; geneesk. ptc. perf. pass. δεδασυμένος troebel (van urine).