κάττα

From LSJ
Revision as of 18:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάττα Medium diacritics: κάττα Low diacritics: κάττα Capitals: ΚΑΤΤΑ
Transliteration A: kátta Transliteration B: katta Transliteration C: katta Beta Code: ka/tta

English (LSJ)

ἡ,

   A cat, lateword for αἴλουρος, Sch.Ar.Pl.693:—also κάττος, ὁ, Sch.Call.Cer.111.

German (Pape)

[Seite 1406] ἡ, die Katze, erst sehr Späte.

Greek (Liddell-Scott)

κάττα: ἡ, γάττα, λέξις μεταγεν. ἀντὶ τοῦ αἴλουρος, ἔνδρυμοι κάτται παρὰ Καισαρίῳ, ὅστις φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλλην συγγραφεὺς (περὶ τὸ 350 μ. Χ.), παρ’ ᾧ ἡ λέξις ἀπαντᾷ·- ἀλλὰ cattae Pannonicae μνημονεύονται παρὰ Μαρτ. 13. 69 (περὶ τὸ 70 μ. Χ.). Κατὰ τοὺς χρόνους δὲ Εὐαγρίου τοῦ Ἐκκλ. ἱστορικοῦ (περὶ τὸ 560 μ. Χ.) αἴλουρος ἦτο τὸ δόκιμον ὄνομα τοῦ ζῷου, αἴλ. ἣν κάτταν ἡ συνήθεια λέγει 6. 23· οὕτως, αἴλουρον, τὸν ἰδιωτικῶς λεγόμενον κάττον, δηλ. ἐν ἀδοκίμῳ γλώσσῃ, Σχολ. Καλλ. εἰς Δημ. 110.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κάττα)
η γάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κάττα, κάττος, κάττης είναι άγνωστης ετυμολ. Η ίδια ρίζα απαντά στη Λατινική (πρβλ. cattus «γάτος, αίλουρος») καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες].

Frisk Etymological English

Meaning: word for cat, which replaced αἴλουρος (Ar. Pl. 693).
Other forms: κάττος (sch. Call. H. Dem. 110 a, p. 79 Pf.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Origin unknown, but it is found in Latin and other languages of Europe.