κίλλος

From LSJ
Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλος Medium diacritics: κίλλος Low diacritics: κίλλος Capitals: ΚΙΛΛΟΣ
Transliteration A: kíllos Transliteration B: killos Transliteration C: killos Beta Code: ki/llos

English (LSJ)

ὁ,

   A ass, Sammelb.5224.63 (written κεῖλος ib.29, 40), Hsch.; Dor.acc.to Poll.7.56; cf. κίλλαι.    2 = τέττιξ πρωϊνός (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, der Esel, nach Hesych. cyprisch, nach Poll. 7, 56 dor.; vgl. κίλλης u. κίλλιος; vielleicht mit κίλλω zusammenhangend, der Traber.

Greek (Liddell-Scott)

κίλλος: ὁ, ὄνος Ἡσύχ., Δωρ. λέξις κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
âne gris.
Étymologie: κιλλός.

Greek Monolingual

κίλλος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. όνος
2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

κίλλος: ὁ, γάιδαρος.

Middle Liddell

κίλλος, ὁ, [from κιλλίβας
an ass.