ἀπαγής
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι)
A not firm or stiff, πῖλοι ἀπαγέες Hdt.7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, flabby, D.L.7.1, Poll.1.191.
German (Pape)
[Seite 273] ές (πήγνυμι), nicht zusammengefügt, nicht fest, πῖλος Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ μὴ στερεὸς ἢ σκληρός, μαλακός, πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας αὐτόθι 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, χαλαρός, πλαδαρός, χαῦνος, Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans consistance.
Étymologie: ἀ, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές
1 flexible πίλους ἀπαγέας Hdt.7.61
•fluido del agua ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον Gal.8.677
•blando τὸ γὰρ ὀστοῦν ἔτι ἀ. Antyll. en Orib.46.28.5, de la carne, D.L.7.1, Poll.1.191.
2 fig. incierto ὁ λόγος Gr.Nyss.Or.Catech.1 (p.8.11)
•subst. τὸ ἀ. incertidumbre τὸ περὶ τὴν πρόρρησιν ἀπαγές Gr.Nyss.M.45.165B.
Greek Monolingual
ἀπαγής (-οῡς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῑλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρός («ὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που δεν είναι σταθερός, σκληρός ή στερεός, λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰγής:
1) неплотный (πῖλοι Her.; ὕδωρ Plat.);
2) дряблый, вялый (sc. σῶμα Diog. L.).