Σελλοί

From LSJ
Revision as of 21:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σελλοί Medium diacritics: Σελλοί Low diacritics: Σελλοί Capitals: ΣΕΛΛΟΙ
Transliteration A: Selloí Transliteration B: Selloi Transliteration C: Selloi Beta Code: *selloi/

English (LSJ)

οἱ, Selli, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus,

   A ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Il.16.234; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν… Σελλῶν S.Tr.1167; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας E.Fr.367, cf. Arist.Mete.352b2, Str.7.7.10. (Pi. (Fr.59) understood ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί in Il. l.c., but this is an error acc. to Aristarch., cf. Hsch. s.v. Σελλήεις, though countenanced by Id.s.v. Ἕλλα and Ἕλα, where it is apparently derived from Lacon. ἕλλα seat (sc. of Zeus at Dodona).)

Greek (Liddell-Scott)

Σελλοί: οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ Διός, ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, ὅπερ εἶναι τύπος ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ Ἕλλην, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ ῥῆμα ἅλλομαι παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· καθέδρα, καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a).

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Selles, prêtres de Zeus à Dodone, ou anciens habitants de Dodone.
Étymologie: pê apparenté à ἅλλομαι, cf. Salii.

English (Autenrieth)

the Selli, priests of Zeus at Dodōna, Il. 16.234†.

Greek Monolingual

oἱ, Α
κάτοικοι της Δωδώνης, φύλακες του μουσείου του Διός, που ήταν υποχρεωμένοι να ζουν ασκητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ιλλυρικό τ. με σημ. «ιερουργός, θύτης», που συνδέεται με το γοτθ. saljan «προσφέρω, θυσιάζω». Για την σύνδεση του τ. με την λ. Ἕλληνες βλ. λ.].

Greek Monotonic

Σελλοί: οἱ, Σελλοί, φύλακες του μαντείου του Δία στη Δωδώνη, δεσμευμένοι να ζουν τραχιά κι ασκητική ζωή, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Σελλοί: οἱ селлы (коренные обитатели Додоны, впоследствии жрецы храма Зевса в Додоне) Hom., Soph., Eur. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. pl.
Meaning: worshippers and priests of Zeus in Dodona (Π 234, S. Tr. 1167 a. o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Already because of the unknown basic meaning unclear. Survey of the attempts at interpretation up to now in Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. Πελασγοί) 147ff., where with Güntert and Brandenstein an orig. meaning sacrificers (to Goth. saljan present, sacrifice) is assumed; the word would be Illyrian. -- Cf. on Ελλάς.

Middle Liddell


the Selli, guardians of the oracle of Zeus at Dodona, bound to live a rough, austere life, Il., Soph.,

Frisk Etymology German

Σελλοί: {Selloí}
Grammar: m. pl.
Meaning: Verehrer und Priester des Zeus in Dodona (Π 234, S. Tr. 1167 u. a.).
Etymology : Schon wegen der unbekannten Grundbedeutung unklar. Übersicht über die bisherigen Versuche bei Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. Πελασγοί) 147ff., wo mit Güntert und Brandenstein eine ursprüngliche Bed. Opferer (zu got. saljan darbringen, opfern) angenommen wird; das Wort sei illyrisch. Anders v. Windekens Names 9, 91 ff. (m. Lit.): als χαμαιεῦναι, ἀνιπτόποδες (Π 235) mit der Erde verbunden; somit als pelasgisch zu lat. solum Boden. — Vgl. zu Ἑλλάς.
Page 2,692