εὐφρόσυνος

From LSJ
Revision as of 08:34, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφρόσῠνος Medium diacritics: εὐφρόσυνος Low diacritics: ευφρόσυνος Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: euphrósynos Transliteration B: euphrosynos Transliteration C: effrosynos Beta Code: eu)fro/sunos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον dub. in AP5.39.6 (Nicarch.), IGRom. 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for εὔφρων,

   A cheery, merry, Ptol.Tetr.166, Vett.Val.15.5, Sammelb.411 (iii/iv A.D.). Adv. -νως in good cheer, Thgn.766.    II Act., cheering, making cheerful, Dsc.4.127; νύξ Orph.H.3.5, etc.    2 εὐφρόσυνον, τό, = βούγλωσσον, Plin.HN25.81.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 joyeux;
2 qui réjouit.
Étymologie: εὔφρων.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίασηβασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον
(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.
επίρρ...
ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)
με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].

Greek Monotonic

εὐφρόσῠνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί εὔφρων· επίρρ. -νως, εύθυμα, κεφάτα, με κέφι, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

εὐφρόσῠνος: и 3 радостный Anth.

Middle Liddell

poet. for εὔφρων
adv. -νως, in good cheer, Theogn.