ἀναφρόδιτος

From LSJ
Revision as of 14:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφρόδῑτος Medium diacritics: ἀναφρόδιτος Low diacritics: αναφρόδιτος Capitals: ΑΝΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: anaphróditos Transliteration B: anaphroditos Transliteration C: anafroditos Beta Code: a)nafro/ditos

English (LSJ)

ον,

   A without Ἀφροδίτη, not enjoying her favours, Plu. 2.751e, etc.; ἀ. εἰς τὰ ἐρωτικά unlucky in... Luc.DDeor.15.2; love-less, μίξεις D.Chr.7.133.    2 insensible to love, Plu.2.57d,Jul.Mis. 347c.    3 without charms, Plu.Ant.4, Gell.1.5.3, etc.

German (Pape)

[Seite 214] (Ἀφροδίτη), ohne Liebreiz, Plut. Ant. 4; ohne Liebesgenuß, amator. 5; keinen Sinn für Liebe habend, Discr. am. et ad. 20; aber ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, Luc. Dial. D. 15, 2, unglücklich in der Liebe.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφρόδῑτος: -ον, ὁ ἄνευ Ἀφροδίτης, ὁ μὴ ἀπολαύων τῆς εὐνοίας καὶ τῶν χαρίτων αὐτῆς, Πλούτ. 2. 751Ε, κτλ.· ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, ἀτυχὴς εἰς τοὺς ἔρωτας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 15. 2. 2) ἀναίσθητος πρὸς τὸν ἔρωτα, Πλουτ. 2. 57D. 3) Λατ. invenustus, ὁ ἄνευ χαρίτων, ἄνευ θελγήτρων, Πλουτ. Ἀντ. 4. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne connaît pas l’amour;
2 sans grâce, sans charme.
Étymologie: ἀ, Ἀφροδίτη.

Spanish (DGE)

(ἀναφρόδῑτος) -ον
I contrario a Afroditade la pederastia ἀσχήμων καὶ ἀ. Plu.2.751e
no favorecido por Afrodita, desgraciado en amores de Apolo, Luc.DDeor.15.2, como insulto Mim.Fr.Pap.Adult.66.
II 1no amoroso, sin amor μίξις D.Chr.7.133, μοιχεία Ach.Tat.5.25.5, cf. 8.12.4.
2 sin atractivo τὸ ἐρωτικόν Plu.Ant.4, de pers., Gell.1.5.3, de ciu., Lib.Or.11.271, cf. Phryn.PS p.29.18.
III insensible al amor Plu.2.57d, Iul.Mis.347c.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναφρόδιτος, -ον) Αφροδίτη
εκείνος που πάσχει από αναφροδισία
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία
αρχ.
1. άτυχος στον έρωτα
2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα.

Greek Monotonic

ἀναφρόδῑτος: -ον (Ἀφροδίτη), αυτός που δεν έχει την εύνοια της Αφροδίτης, σε Πλούτ., Λουκ.
2. Λατ. invenustus, αυτός που δεν έχει γοητεία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφρόδῑτος:
1) не знающий радостей любви Plut.; несчастный в любовных делах (ἀ. εἰς τὰ ἐρωτικά Luc.);
2) непривлекательный Plut.

Middle Liddell

Ἀφροδίτη
1. without the favour of Venus, Plut., Luc.
2. Lat. invenustus, without charms, Plut.