ἐκτράπελος

From LSJ
Revision as of 15:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτράπελος Medium diacritics: ἐκτράπελος Low diacritics: εκτράπελος Capitals: ΕΚΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: ektrápelos Transliteration B: ektrapelos Transliteration C: ektrapelos Beta Code: e)ktra/pelos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A turning from the common course, perverse, strange, νόμοι Thgn.290, cf. Pherecr.145.23, Ael.NA14.9; ζῷα (i. e. Κύκλωπες) Hermog.Id.2.10; monstrous, of huge children, Plin.HN7.76. Adv. -λως, ἔσθων AP11.402 (Luc.).    II odious, κέρδεα, ἔπος, prob. in Pi.P.1.92, 4.105.

German (Pape)

[Seite 783] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτράπελος: -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, παράδοξος, ἀσυνήθης, Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.
Étymologie: ἐκτρέπω.

English (Slater)

ἐκτράπελος
   1 out of place ἐκτράπελον (e Σ Heyne: ἐντράπελον codd.) (P. 4.105) ]

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ]
I 1extraño, contrario al buen sentido o al orden natural de las cosas νόμοι Thgn.290, ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκιάς introduciendo extraños trinos (el poeta Timoteo), Pherecr.155.23
impresionante, fuera de lo normal por su aspecto, de Jasón, Sch.Pi.P.4.156a.
2 desmesurado, monstruoso en su tamaño o apariencia σύνθετά τινα ζῷα ἢ ἐκτράπελα, οἷον Πήγασοι καὶ Γοργόνες Hermog.Id.2.10 (p.392), Ἀλκυονέα τὸν ἐκτράπελον Sch.Pi.I.6.47d
neutr. subst. δεδιέναι ... τοῦ θαλαττίου (λέοντος) τῆς ὄψεως τὸ ἐ. temer la monstruosa apariencia del león marino Ael.NA 14.9, ἐκτραπέλους graeci uocant eos de niños deformes, Plin.HN 7.76.
II adv. -ως desmesuradamente ἔσθων ἐ. AP 11.402 (Luc.).

Greek Monolingual

ἐκτράπελος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται από τον συνηθισμένο δρόμο, ασυνήθιστος, παράδοξος
2. μισητός, απεχθής
3. (για υπερβολικά και πρόωρα ανεπτυγμένα παιδιά) τερατώδης.

Greek Monotonic

ἐκτράπελος: [ᾰ], -ον (ἐκτρέπομαι), αυτός που εκτρέπεται από το συνήθη δρόμο, παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτράπελος: исполинский Plin.

Middle Liddell

ἐκτρά˘πελος, ον [ἐκτρέπομαι]
turning from the common course, devious, strange, Theogn.