ὀμφακίτης

From LSJ
Revision as of 17:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰκίτης Medium diacritics: ὀμφακίτης Low diacritics: ομφακίτης Capitals: ΟΜΦΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: omphakítēs Transliteration B: omphakitēs Transliteration C: omfakitis Beta Code: o)mfaki/ths

English (LSJ)

[ῑ] (sc. οἶνος), ὁ,

   A = ὀμφακίας, Dsc.5.6 ; epith. of Dionysus, Ael.VH3.41 ; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207 :—fem. ὀμφᾰκ-ῖτις, ιδος, as Adj., unripe, ἐλαίη Hp.Mul.2.195 : as Subst., Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰκίτης: (δηλ. οἶνος), ὁ = ὀμφακίας, Διοσκ. 5. 12· 33· - ὀμφακίτης κηκίς, εἶδος κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
le dieu du raisin vert (Bacchus).
Étymologie: ὄμφαξ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)
αργιλοπυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων
μσν.-αρχ.
οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα του δένδρου δρυς
4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].