διάτοιχος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ον, A extending through the width of the wall, ὑπερτόναια ξύλινα δ. IG22.463.57. II Subst. διάτοιχος (sc. λίθος), ὁ, bonding course or stone, ib.11(2).144 A 57,97 (Delos, iv B. C.), 199 C 32 (iii B. C.), Milet.7.56,57 (pl.), cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
arq.
I que se extiende a lo largo de un muro ὑπερτόναια ξύλινα IG 22.463.57 (IV a.C.).
II subst. ὁ δ.
1 perpiaño, sillar que atraviesa toda una pared o que se extiende de una pared a otra, IG 11(2).144A.85 (Delos IV a.C.), 199C.32 (III a.C.), Didyma 25A.21, B.19 (III a.C.), SEG 35.1095.6 (Dídima II a.C.), Hsch.
2 muro transversal, IG 11(2).139d.3, 144A.57, 97, 106 (ambas Delos IV a.C.).
Greek Monolingual
διάτοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτείνεται κατά πλάτος του τοίχου
2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτοιχος (ενν. λίθος)
λίθος που συνδέει δύο τοίχους ή που εκτείνεται από τον ένα τοίχο ώς τον άλλο.