μύθευμα

From LSJ
Revision as of 13:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθευμα Medium diacritics: μύθευμα Low diacritics: μύθευμα Capitals: ΜΥΘΕΥΜΑ
Transliteration A: mýtheuma Transliteration B: mytheuma Transliteration C: mythevma Beta Code: mu/qeuma

English (LSJ)

ατος, τό,    A story, D.H. 4.3, Plu.Mar.11, Man.4.447 (pl.); plot of a play, Arist.Po.1460a29.

German (Pape)

[Seite 214] τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.

Greek (Liddell-Scott)

μύθευμα: τό, μῦθος, διήγημα, λόγιον, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 20, Πλουτ. Μάρ. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conte, récit.
Étymologie: μυθεύω.

Greek Monolingual

το (Α μύθευμα) μυθεύω
νεοελλ.
πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα»)
αρχ.
1. μύθος
2. πλοκή θεατρικού έργου.

Greek Monotonic

μύθευμα: -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μύθευμα: ατος (ῡ) τό рассказанное, рассказ, повествование Arst., Plut.

Middle Liddell

μύθευμα, ατος, τό,
a story told, tale, Arist., Plut. [from μῡθεύω]