οἶκόνδε

From LSJ
Revision as of 14:09, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκόνδε Medium diacritics: οἶκόνδε Low diacritics: οίκόνδε Capitals: ΟΙΚΟΝΔΕ
Transliteration A: oîkónde Transliteration B: oikonde Transliteration C: oikonde Beta Code: oi)=ko/nde

English (LSJ)

(better οἶκον δέ A.D.Adv.177.27), Ep. Adv.,    A = οἴκαδε, Il. 1.606, al., Hes.Op.554 ; οἶκόνδε ἄγειν = bring home, of a bride, Od.6.159, cf. 11.410.    2 to the women's chamber,1.360.

Greek (Liddell-Scott)

οἶκόνδε: Ἐπικ. ἐπίρρ. = οἴκαδε, Ὅμ., κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· οἶκόνδε ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸν οἶκον, ἐπὶ νύμφης, Ὀδ. Ζ. 159, πρβλ. Λ. 410.

French (Bailly abrégé)

adv. avec mouv.
1 à la maison;
2 dans l’appartement des femmes;
3 dans le pays, dans la patrie.
Étymologie: οἶκος, -δε.

English (Autenrieth)

home, homeward, into the house, to the women's apartment, Od. 1.360, Od. 21.354.

Greek Monolingual

οἶκόνδε (Α)
επίρρ.
1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ.
β. «οἶκόνδε ἄγω» — οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.)
2. στο δωμάτιο τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή woikode = Foικονδε].

Russian (Dvoretsky)

οἶκόνδε: adv. Hom., Hes. = οἴκαδε.

Middle Liddell

[epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.]