περιοδικός

Revision as of 16:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A acquired in one's travels, ἱστορία Ptol.Geog.1.2.2.    II periodical, ἀριθμὸς π. σελήνης Plu.2.1018d; ὧραι Vett.Val.243.13; recurrent, intermittent, νόσοι Chrysipp.Stoic.3.116 ; ῥίγη, πυρετοί, Dsc.1.51, 3.81 ; περιστάσεις Ptol.Tetr.54 (Comp.); πυρετοῦ λῆψις Tim.Lex. s.v. καταβολή, cf. Harp., Suid., etc. Adv. -κῶς Chrysipp.Stoic.3.117, Herod.Med. ap. Orib.10.37.18, Procl. Inst.199, Aët.12.21.    III Rhet., periodic, κῶλα, συμμετρία, Demetr. Eloc.13,16 ; σχῆμα Anon.Fig.p.112S. Adv. -κῶς, συγκεῖσθαι Demetr. Eloc.33; λέγειν, ἑρμηνεύειν, Hermog.Inv.4.3,8.    IV π. μέτρον, i.e. a hexameter in which dactyls and spondees alternate, Ps.-Plu. Metr.2.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zu bestimmter Zeit oder an bestimmten Stellen wiederkehrend, periodisch, Plut. de an. procr. e Tim. 14 u. a. Sp. – Bei den Rhett. = in Perioden gesprochen, geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδικός: -ή, -όν, ὁ διὰ περιοδειῶν κτηθείς, ἱστορία Πτολεμ. 1. 2, 2. ΙΙ. ὁ ἐπανερχόμενος καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, ἀριθμὸς σελήνης π. Πλούτ. 2. 1018D· περιοδικὴ λῆψις πυρετοῦ Τιμαί. Λεξ.· «περιοδικὰ νοσήματα καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τὰ τεταγμένως ἀνιέμενα καὶ αὖθις ἐπιγινόμενα· οἷον τριταίους καὶ τεταρταίους· καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων οἱ κάμνοντες δοκοῦσιν ἐν ταῖς τῶν ἀνέσεων ἡμέραις μηδὲν νοσεῖν, ἀλλ’ ὑγιεῖς εἶναι» Ἁρποκρ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 893Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, «σχῆμα περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως» Ρήτορες (Walz) 8. 620. IV. «περιοδικὸν δὲ (μέτρον) ἐστὶν ὅπερ ἐστὶ δάκτυλος καὶ σπονδεῖος, καὶ πάλιν δάκτυλος καὶ σπονδεῖος ἐφεξῆς μέχρι τέλους, οἷον ῾οὐλομένην ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε ‘ἔθηκεν’» Δράκων σ. 139.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
périodique, qui revient à époques fixes ou avec des alternances régulières.
Étymologie: περίοδος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιοδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περίοδος
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού
β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό
έντυπο, συνήθως μικρότερου σχήματος από τις εφημερίδες, συχνά εικονογραφημένο, το οποίο περιλαμβάνει συλλογή διαφόρων κειμένων, όπως λ.χ. δοκίμια, άρθρα, έρευνες, ρεπορτάζ, πνευματικά παιχνίδια, και εκδίδεται σε τακτά χρονικά διαστήματα
2. φρ. α) «περιοδικοί άνεμοι» — άνεμοι που πνέουν ορισμένες εποχές του έτους
β) «περιοδικές αντιδράσεις» χημ. κατηγορία χημικών αντιδράσεων κατά τη διάρκεια τών οποίων οι συγκεντρώσεις τών αντιδρώντων σωμάτων αποτελούν περιοδικές συναρτήσεις του χρόνου και κάποτε και του τόπου
γ) «περιοδικές κινήσεις»
φυσ. κινήσεις που επαναλαμβάνονται σε ίσα χρονικά διαστήματα, καθένα από τα οποία ονομάζεται περίοδος της κίνησης
δ) «περιοδικές λύσεις»
μαθημ. λύσεις διαφορικών ή ολοκληρωτικών εξισώσεων που είναι περιοδικές συναρτήσεις
ε) «περιοδική συνάρτηση»
μαθημ. συνάρτηση μιας μεταβλητής που επαναλαμβάνει μια τιμή της όταν η μεταβλητή αυξάνεται κατά ένα πολλαπλάσιο μιας σταθερής ποσότητας
στ) «περιοδικός δεκαδικός αριθμός»
μαθημ. αριθμός με άπειρα δεκαδικά ψηφία στον οποίο υπάρχει μια ομάδα ψηφίων τα οποία επαναλαμβάνονται κατά περίοδο έπειτα από μια ορισμένη θέση, όπως λ.χ. 0.6363... ζ) «περιοδικά φαινόμενα» φυσ. φυσικά φαινόμενα τα οποία αρχίζουν να επαναλαμβάνονται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο τέλος ενός σταθερού χρονικού διαστήματος
η) «περιοδικό σύστημα τών στοιχείων» ή «περιοδικός πίνακας τών στοιχείων»
χημ. η κατάταξη τών χημικών στοιχείων σε κάθετες και οριζόντιες στήλες ενός πίνακα με βάση τον περιοδικό νόμο, δηλαδή το γεγονός ότι εμφανίζουν περιοδικά ανάλογες ιδιότητες όταν κατατάσσονται κατ' αύξον ατομικό βάρος
μσν.
πλήρης, γεμάτος
αρχ.
φρ. α) «περιοδικά νοσήματα» — τα νοσήματα που εμφανίζουν κρίσεις και υφέσεις σε τακτές ημέρες, όπως είναι λ.χ. ο τριταίος και τεταρταίος πυρετός
β) «περιοδικά κῶλα» και «περιοδική συμμετρία» — λόγος που έχει γραφεί ή έχει εκφωνηθεί σε κανονικές περιόδους
γ) «περιοδικὸν μέτρον» — μετρικό σχήμα στο οποίο επαναλαμβάνονται κανονικά δάκτυλοι και σπονδείοι.
επίρρ...
περιοδικώς / περιοδικῶς ΝΜΑ, και περιοδικά Ν
με περιοδικότητα, σε σταθερά χρονικά διαστήματα
αρχ.
(για ύφος λόγου) με συγκρότηση σε περιόδους.

Russian (Dvoretsky)

περιοδικός: регулярно чередующийся, периодический (ἀριθμός Plut.): περιοδικὸν μέτρον Plut. чередующийся размер, т. е. гексаметр (в котором дактили перемежаются со спондеями).