σφάγιος

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγιος Medium diacritics: σφάγιος Low diacritics: σφάγιος Capitals: ΣΦΑΓΙΟΣ
Transliteration A: sphágios Transliteration B: sphagios Transliteration C: sfagios Beta Code: sfa/gios

English (LSJ)

α, ον,    A slaying, slaughtering, σ. μόρος slaughter, S.Ant.1291 (lyr.); fatal, deadly, Hp.Fract.35; σ. ξίφεα Man.1.316.    II σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα, Hsch.    III of the throat, σύριγγες Max.169.

Greek (Liddell-Scott)

σφάγιος: -α, -ον, ὁ σφακτικός, φόνιος, σφ. μόρος, σφαγή, φόνος, Σοφ. Ἀντ. 1291· ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui se fait par égorgement.
Étymologie: σφαγή.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σφαγή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή
2. φονικός
3. (κατ' επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία
(κατά τον Ησύχ.) «σφαγία
ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα»
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. σφάγιο
6. φρ. «σφάγιος μόρος» — σφαγή (Σοφ.).

Greek Monotonic

σφάγιος: -α, -ον (σφάζω), αυτός που σφαγιάζει, ο σφακτικός, δολοφονικός· σφάγιος μόρος, σφαγή, φόνος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σφάγιος: (ᾰ) смертоносный, убийственный: σ. μόρος Soph. насильственная смерть.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάγιος -α -ον [σφαγή] bloederig. Soph. Ant. 1291. fataal. Hp. Fract. 35.

Middle Liddell

σφάγιος, η, ον σφάζω
slaying, slaughtering, σφ. μόρος slaughter, Soph.