τετανικός

From LSJ
Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνικός Medium diacritics: τετανικός Low diacritics: τετανικός Capitals: ΤΕΤΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: tetanikós Transliteration B: tetanikos Transliteration C: tetanikos Beta Code: tetaniko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A suffering from τέτανος, Dsc.3.80, Cael.Aur.CP3.6; tetanica passio, ib.3.17. Adv. -κῶς Gal.14.276.

German (Pape)

[Seite 1096] am τέτανος leidend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τετάνου, Διοσκ. 5. 84, Cael. Aur. de M. Ac. 3. 6. Ἐπίρρ. -κῶς, τετανικῶς σπωμένους Γαλην. τ. 13, σ. 953.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τετανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τέτανος
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από τέτανο, τετανοπαθής
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τέτανο ή που μοιάζει με τέτανο («τετανική τοξίνη» — η τοξίνη που παράγεται από το βακτηρίδιο του τετάνου)
2. φρ. α) «τετανική συστολή»
φυσιολ. παρατεινόμενη μυϊκή συστολή που προκαλείται από την ταχεία διαδοχή τών νευρικών διεγέρσεων με αποτέλεσμα τη συγχώνευση τών επιμέρους μυϊκών αντιδράσεων
β) «τετανικό φάρμακο»
(φαρμ.) ουσία η οποία, όταν χορηγείται σε μεγάλες δόσεις, προκαλεί τετανικούς σπασμούς, όπως είναι λ.χ. η στρυχνίνη και η βρυκίνη.
επίρρ...
τετανικῶς
Α
όπως ο τετανοπαθής.