φρύνη

From LSJ
Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρύνη Medium diacritics: φρύνη Low diacritics: φρύνη Capitals: ΦΡΥΝΗ
Transliteration A: phrýnē Transliteration B: phrynē Transliteration C: fryni Beta Code: fru/nh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,    A toad, Arist.HA530b34, Timae.156, Ael.NA17.12.    II = βατράχιον 2, Cyran.39.    III nickname of several Athenian courtesans, from their complexion, Ar.Ec.1101, Macho ap.Ath.13.583b:—so φρῦνις, ὁ, name of a Com. Poet, Ar.Nu.971. (Cf. Skt. babhrús 'brown', OHG. brūn 'brown', etc.)

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, die Kröte; Arist. H. A. 2, 15; Theophr. – S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

φρύνη: [ῡ], ἡ, εἶδος βατράχου, ζῶντος ἐν τῇ ξηρᾷ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν κρυπτομένου ἐν σκοτεινοῖς τόποις, τὴν δὲ νύκτα, ἐξερχομένου πρὸς ἀναζήτησιν τροφῆς, συνισταμένης ἐκ ποικίλων ζῳυφίων, Bufo cinereus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 7, Τίμαιος 156. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἑταιρῶν τινων Ἀθηναϊκῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1101, πρβλ. Ἀθήν. 585 κἑξ.· ― οὕτω Φρῦνις, ιδος, ὁ, ὄνομα κωμικοῦ ποιητοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 971. (Πρβλ. φρῦνος. Φρύνιχος, κλπ.· Λατ. fur-vus· Σανσκρ. ba-bhrus (subrufus)· Ἀρχ. Γερμ. brûn (brown)· ― οὕτω τὸ rubeta εἶναι συγγενὲς τῷ ruber· ἴδε Κούρτ. 416).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
crapaud, animal.
Étymologie: φρῦνος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. φρύνος
2. (στην Αθήνα) ως κύριο όν. ἡ Φρύνη
σκωπτικό όνομα εταίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φρύνη και φρῦνος ανάγονται στην ΙΕ ρίζα bher- «λαμπερός, αυτός που έχει ανοιχτό καφέ χρώμα» από την οποία έχουν προέλθει ποικίλοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν διάφορα είδη ζώων με αναφορά στο χρώμα τους: αρχ. ινδ. ba-bhru- «είδος ιχνεύμονος», λατ. fiber «κάστορας», αρχ. άνω γερμ. bibar «κάστορας» (πρβλ. γερμ. Biber), αρχ. άνω γερμ. bero «αρκούδα» (πρβλ. αγγλ. bear, γερμ. Bar). Οι ελλ. τ. φρύνη (< bhrū-nā) και φρῦνος (< bhrū-nos) έχουν σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα bhr- της ρίζας, με επέκταση το φωνήεν -ū- και έρρινο επίθημα -no- / -nā-, και αντιστοιχεί ως προς τον τρόπο σχηματισμού με το αρχ. άνω γερμ. brūn «αυτός που έχει καστανό χρώμα» (πρβλ. γερμ. braun, αγγλ. brown). Επομένως, η λ. φρύνη / φρῦνος θα πρέπει να ήταν αρχικά τ. δηλωτικός του χρώματος του ζώου και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για το είδος αυτό βατράχου, για το οποίο δεν υπήρχε αντίστοιχη ΙΕ ονομασία. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με ακρίβεια τα είδη τών ζώων που δηλώνουν οι τ. φρύνη / φρῦνος και βάτραχος και να διακριθούν μεταξύ τους. Τέλος, από τη λ. έχουν προέλθει πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φρύνη, Φρύνις, Φρύνιχος, Φρυνίων, Φρυνίσκος, Φρύνων, Φρυνώνδας κ.ά.)].

Greek Monotonic

φρύνη: [ῡ], ἡ, βάτραχος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φρύνη: (ῡ) ἡ жаба Arph., Arst.

Middle Liddell

φρύ¯νη, ἡ,
a toad, Arist.

Frisk Etymology German

φρύνη: {phrúnē}
Forms: φρῦνος m. (f.), auch φροῦνος (PMag. Osl.)
Grammar: f.,
Meaning: Kröte, Frosch (zur Bed. Taillardat -Roesch Rev, de Phil. 3.sér.40,77; Arist., Timae., Nik., Babr. u.a.).
Composita : Als Vorderglied in φρυνολόγος (-λόχος) m. Art Weihe (Arist.), -ποπεῖον n. krötenförmiges Feuerbecken (böot.; Taillardat-Roesch a. O.), -ειδής krötenähnlich (Arist.), = φρυνικός (sp. Mediz.). Pfl.N. φρύνιον n. = ποτίρριον (Dsk.), = βατράχιον (Ps.-Dsk.); φρυνίτης N. eines Edelsteins (sp.; Redard 63). PN Φρύνιχος, -ικίδης, -ίων, -ώνδας u. a.; zur Akzentuation des Hetärennamens Φρυνή s. P. Maas KZ 58, 125ff.
Etymology : Wenn auf die Farbe zu beziehen, kann φρύνη, φρῦνος mit dem germ. Wort für braun in ahd. brūn usw. identisch sein : idg. *bhrūn-o-, -ā (Curtius 303 f. m. älterer Lit.). Daneben mit Reduplikation aind. babhrú- rotbraun, braun, auch Bez. einer großen Ichneumon-Art, die zum weitverbreiteten Namen des Bibers stimmt: aw. bawra-, bawri-, lat. fiber, germ., z.B. ahd. bibar, lit. bẽbras, bebrùs u.a.m.: idg. *bhe-bhru-, *bhe-bhro-. Hierher noch der Name des Bären, z.B. ahd. bero eig. "der Braune" (vgl. lit. bė́ras braun, bes. von Pferden). Weiteres bei WP. 2, 166 f., Pok. 136 f. und in den Spezialwörterbüchern. Über die vielen wechselnden Bezeichnungen der Kröte und des Frosches s. βάτραχος.
Page 2,1047