φορολογία

From LSJ
Revision as of 10:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορολογία Medium diacritics: φορολογία Low diacritics: φορολογία Capitals: ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: phorología Transliteration B: phorologia Transliteration C: forologia Beta Code: forologi/a

English (LSJ)

ἡ,    A levying of tribute, BGU1010.3 (iii B. C.), PTeb.736.47 (pl., ii B. C.), LXX 1 Ma.1.29, al., Ph.2.326; ἐν φορολογίᾳ εἶναι PRev.Laws33.20 (iii B. C.).    II tribute, OGI90.12 (pl., Rosetta, ii B. C.); ἡ τῆς φ. ἐπαύξησις PTeb.27.46 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, das Einsammeln, Einfordern der Abgaben od. Steuern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φορολογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ φορολογεῖν, εἰσπράττειν φόρον, Ἑβδ. (Λ΄ Μακκ. Α΄, 29, κ. ἀλλ.) Φίλων 2. 326. ΙΙ. φόρος, Μάρμαρ. Ροσσέτ. ἐν Συλ. Ἐπιγρ. 4697. 12.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φορολόγος
ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία του εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ' ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.)
νεοελλ.
1. η επιβολή φόρου
2. φρ. α) «αναλογική φορολογία»
(νομ.-οικον.) φορολογία κατά την οποία ο φόρος υπολογίζεται με τον ίδιο, σταθερό, φορολογικό συντελεστή, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος, αλλ. αναλογικός φόρος
β) «προοδευτική φορολογία»
(νομ.-οικον.) φορολογία κατά την οποία ο φόρος υπολογίζεται με αύξοντα φορολογικό συντελεστή καθώς το ύψος του φορολογητέου εισοδήματος αυξάνεται, αλλ. προοδευτικός φόρος
γ) «αντιστρόφως προοδευτική φορολογία»
(νομ.-οικον.) φορολογία κατά την οποία ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται προοδευτικά καθώς αυξάνεται το ύψος του εισοδήματος, αλλ. αντιστρόφως προοδευτικός φόρος
δ) «διπλή ή αμφιλαφής φορολογία»
(νομ.-οικον.) πολλαπλή φορολόγηση του ίδιου φορολογικού αντικειμένου που βρίσκεται στα χέρια του ίδιου προσώπου σε ορισμένο χρονικό διάστημα
ε) «φορολογία αροτριώντων κτηνών»
(οικον.) (παλαιότερα) φόρος που αντικατέστησε τον φόρο της δεκάτης και υπολογιζόταν βάσει της ακαθάριστης προσόδου τών δημητριακών, η οποία με τη σειρά της υπολογιζόταν βάσει τών ζώων που χρησιμοποιούνταν για άροση, και ο οποίος εισήχθη το 1880 και καταργήθηκε το 1910
στ) «φορολογία έγγειας προσόδου»
(οικον.) (παλαιότερα) φορολογία που εισήχθη το 1911 σε αντικατάσταση της φορολογίας αροτριώντων κτηνών και ο οποίος επιβαλλόταν επί του εισοδήματος που προέκυπτε από την καλλιέργεια αγροτικής έκτασης
ζ) «φορολογία γεωργικής παραγωγής»
(οικον.) (παλαιότερα) φόρος που εισήχθη το 1927 ως προσωρινός ετήσιος φόρος κατά δήμο ή κοινότητα για το σύνολο της αγροτικής παραγωγής της περιοχής
η) «φορολογία γαιών»
(οικον.) φόρος που επιβάλλεται στους κατόχους ή στους νομείς αγροτικών εκτάσεων υπό τη μορφή φόρου εισοδήματος
θ) «φορολογία έκτακτων κερδών»
(οικον.) φόρος που επιβάλλεται προσωρινά για την κάλυψη έκτακτων δαπανών του κράτους
ι) «φορολογία Εμπορικής Ναυτιλίας» — φορολογία που αναφέρεται σε ναυτική δραστηριότητα, όπως είναι τα κόμιστρα εμπορευμάτων, τα εισιτήρια επιβατικών σκαφών για τα πλοία υπό ελληνική σημαία, ακόμη τα τέλη αγκυροβολίας, η δοκιμασία ατμολεβητών, βενζινακάτων, φορτηγίδων, ιστιοφόρων κ.ά.
ια) «φορολογία επιτηδεύματος» — ο φόρος επιτηδεύματος
ιβ) «φορολογία επιχειρηματικών εισοδημάτων»
(οικον.) φόρος επιβαλλόμενος επί του συνόλου τών κερδών τών επιχειρήσεων
ιγ) «φορολογία καθαρών προσόδων»
(οικον.) φορολογία που επιβάλλεται επί τών καθαρών προσόδων τών φυσικών και νομικών προσώπων
ιδ) «φορολογία υπερβαλλόντων κερδών»
(οικον.) φόροι επιβαλλόμενοι σε κέρδη που υπερβαίνουν κατά την κοινή αίσθηση τα τυπικά ή κανονικά κέρδη
νεοελλ.-μσν.
η επιβολή υποχρεωτικού φόρου εκ μέρους της πολιτείας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα και η θέσπιση κανόνων για την είσπραξή του
μσν.-αρχ.
η συγκέντρωση, η είσπραξη τών φόρων.