χειρουργέω

From LSJ
Revision as of 10:26, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργέω Medium diacritics: χειρουργέω Low diacritics: χειρουργέω Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: cheirourgéō Transliteration B: cheirourgeō Transliteration C: cheirourgeo Beta Code: xeirourge/w

English (LSJ)

   A do with the hand, execute, διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα Antipho 1.20; esp. of acts of violence, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Th.8.69, cf. Aeschin.2.117.    2 make by hand, build, οἰκοδομίαν Ael.NA3.24:—Pass., πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Pl.Criti.117c.    b use as material, work in, ἐλέφαντα cj. in Ael.NA17.32.    3 practise an art, esp. of music, ᾄδοντές τε καὶ χειρουργοῦντες Arist.Pol.1340b20, cf. 1342a3, Iamb.Comm.Math.26; produce by art, of hatching eggs by artificial means, D.S.1.74:— Pass., to be highly cultivated, of vines, ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας Id.3.62; to be dressed, of meats, Megasth.28.    4 of surgeons, operate, Hp.Flat.1, Plu.2.71a, Gal.2.228: c. acc., operate upon, Sor. 1.4, Artem.4.2:—Pass., ὁ χειρουργηθεὶς ἄνθρωπος Gal.10.943.    5 sens. obsc., D.L.6.46.

German (Pape)

[Seite 1347] mit der Hand thun; νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο, εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Thuc. 8, 69; im Ggstz von βουλεύειν, Aesch. 2, 117; handhaben, behandeln, Antiph. 1, 20 u. Sp.; bauen, πολλοὶ δὲ κῆποι καὶ πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Plat. Critia. 117 c; selbst, ohne fremde Hülfe handeln, s. Lob. Phryn. p. 120; vom Wundarzt, operiren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργέω: (*ἔργω) ἐκτελῶ διὰ τῆς χειρός, κατεργάζομαι, δίδω διὰ τῆς χειρός μου δηλητήριον καὶ δηλητηριάζω τινά, ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ ἐπίχειρα ὧν ἀξία ἦν Ἀντιφ. 113. 34 (σελὶς 8 ἔκδ. Blass)· μάλιστα ἐπὶ πράξεων βίας, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Θουκυδ. 8. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 43. 30, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 120. 2) κατασκευάζω διὰ τῆς χειρός, κτίζω, πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Πλάτ. Κριτί. 117C. 3) ἔχω ἐν χερσί, ασκῶ πρακτικῶς, ἔτι καὶ ἐπὶ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 1, καὶ 7. 3· ― παράγω διὰ τέχνης, διὰ τεχνικῶν μέσων, οἷον ἐπὶ τῆς τεχνικῆς ἐκκολάψεως τῶν ᾠῶν, Διόδ. 1. 74. ― Παθ., μεγάλης καλλιεργίας τυγχάνω, ἐπὶ γαιῶν, ὁ αὐτ. 3. 62· παρασκευάζομαι, μαγειρεύομαι ἐντέχνως, ἐπὶ ἐδεσμάτων, Ἀθήν. 153Ε. 4) ἐπὶ χειρουργοῦ, ἐκτελῶ ἐγχείρησιν, Ἱππ. 295. 52, Γαλην., κλπ. 5) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., Διογέν. Λαέρτ. 6. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler avec la main, d’où
1 faire un travail manuel, exercer un métier, pratiquer un art : οἱ χειρουργοῦντες ÉL les artisans ou les artistes;
2 faire une opération, opérer t. de chirurg.
3 préparer, fabriquer ; construire, confectionner;
4 manier, particul. jouer d’un instrument;
5 maltraiter, user de violence envers;
6 agir, mettre en exécution, accomplir.
Étymologie: χειρουργός.

Greek Monotonic

χειρουργέω: (χειρουργός
1. κάνω κάτι με τα χέρια, εκτελώ, ιδίως, λέγεται για πράξεις βίας, σε Θουκ., Αισχίν.
2. έχω στο χέρι, ασκώ πρακτικώς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

χειρουργέω:
1) заниматься ручным трудом: οἱ χειρουργοῦντες Arst. ремесленники;
2) делать, устраивать, строить (ἱερὰ καὶ γυμνάσια Plat.): εἴ τί που δέοι χ. Thuc. на случай необходимости что-л. сделать;
3) обрабатывать (αἱ ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργούμεναι ἄμπελοι Diod.);
4) действовать (οἱ χειρουργήσαντες καὶ βουλεύσαντες Aeschin.);
5) заниматься врачебными операциями (οἱ χειρουργοῦντες ἰατροί Plut.);
6) играть на музыкальном инструменте (ᾄδοντες τε καὶ χειρουργοῦντες Arst.);
7) мастурбировать Diog. L.

Middle Liddell

χειρουργέω, χειρουργός
1. to do with the hand, execute, esp. of acts of violence, Thuc., Aeschin.
2. to have in hand, pursue practically, Arist.