ἀνθρήνη

From LSJ
Revision as of 13:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρήνη Medium diacritics: ἀνθρήνη Low diacritics: ανθρήνη Capitals: ΑΝΘΡΗΝΗ
Transliteration A: anthrḗnē Transliteration B: anthrēnē Transliteration C: anthrini Beta Code: a)nqrh/nh

English (LSJ)

ἡ,    A hornet, wasp, Ar.Nu.947; in Arist. the name seems to be given to several diff. species, HA628b32,al.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, Waldbiene, bei Dichtern übh. Biene, Ar. Nubb. 947.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρήνη: ἡ, καθ’ Ἡσύχ. «εἶδος μελίσσης», κατὰ Σουΐδ. «εἶδος σφηκὸς ἡ ἀνθρήνη, καταχρῶνται δὲ οἱ ποιηταὶ καὶ ἐπὶ μελισσῶν… συγγενής ἐστι τῇ μελίσσῃ ἡ ἀνθρήνη, σφηκὶ παραπλησία». - κατ’ Ἀριστοτ. αἱ ἀνθρῆναι ἀποτελοῦσι γένη συγγενικὰ ταῖς μελίτταις καὶ τοῖς σφηξίν, αἱ ἀνθρῆναι εἶναι παμφαγώτεραι καὶ ποικιλώτεραι τῶν μελισσῶν, κτλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5, 23, 9. 42, 1, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 947.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bourdon, insecte.
Étymologie: DELG pê emprunt égéen.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀνθρήν, -ῆνος Tz.Comm.Ar.2.594.4
avispón, abejorro Ar.Nu.947, del que hay diferentes especies, Arist.HA 628b32.

• Etimología: Suele relacionarse c. ἀθήρ, ἀνθέριξ, etc., e.d., el n. de este insecto contendría una alusión al aguijón. Por otra parte, el suf. -ήνη es común en los préstamos de lenguas pregriegas.

Greek Monolingual

ἀνθρήνη, η (Α)
είδος μέλισσας (Ησύχιος) ή σφήκας (Σούδα). (Κατά τον Αριστοτέλη η λέξη δήλωνε διάφορα είδη συγγενικά με τις μέλισσες και τις σφήκες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχει η τάση να συνδέεται ο τ. ανθρήνη με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού και αιχμή, κόψη κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων» λόγω της έννοιας «κεντώ, τρυπώ, είμαι οξύς». Εντούτοις, αν η λ. ανθρήνη είναι η αρχαιότερη, είναι δυνατόν να αποτελεί δάνειο αιγαιακής προέλευσης].

Greek Monotonic

ἀνθρήνη: ἡ, σφήκα, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρήνη: ἡ шершень Arph., Arst.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
a hornet, wasp, Ar.