ἀνόρνυμι
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
fut. -όρσω, A rouse, stir up, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ὄρσομεν Pi.N.9.8; τινά A.R.4.1352:—Pass., ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ep. aor.) up he started, Il.23.812, cf. Od.8.3; ἀνὰ δ' ὤρνυτ' Ἰήσων A.R.1.349.
German (Pape)
[Seite 241] (s. ὄρνυμι), aufregen, anheben, αὐλὸν ἀνόρσομεν Pind. N. 9, 8; Hom. hat den syncop. aor. med. in passiver (reflexiver) Bdtg, erhob sich, in tmesi, Iliad. 23, 812 ἂν δ' ἄρα Τυδείδης ὦρτο: Od. 8, 3 ἂν δ' ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀρχίζω, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ’, ἀνὰ δ’ αὐλὸν … ὄρσομεν Πινδ. Ν. 9. 16· τινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1352: ― Παθ., φων. ἂν δ’ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ἐπ. ἀόρ.) ἀνεπήδησεν, «ἐτινάχθη ἐπάνω», Ἰλ. Ψ. 812· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἂν δ’ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Θ. 3· ἀνὰ δ’ αὐτὸς ἀρήϊος ὤρνυτ’ Ἰήσων, ἠγέρθη, ἐσηκώθη ἐπάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 349.
English (Slater)
ἀνόρνυμι
1 rouse, strike up ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Morel.: i. e. aor. subj.: ὄρσωμεν codd.) (N. 9.8)
Spanish (DGE)
(ἀνόρνῡμι)
• Morfología: [siempre en tm.]
• Morfología: [fut. -όρσω Pi.N.9.8]
1 en v. act. levantar ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.N.9.8, ἀνά θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.
2 en v. med. levantarse ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο Il.23.812, ἂν δ' ἄρα ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς Od.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349.
Greek Monolingual
ἀνόρνυμι (Α)
1. ταράζω, εξεγείρω, εξάπτω
2. παθ. τινάζομαι επάνω, αναπηδώ, πετιέμαι.
Greek Monotonic
ἀνόρνῡμι: μέλ. -όρσω, ερεθίζω, διεγείρω, εξεγείρω, σε Πίνδ. — Παθ., Επικ. αόρ. βʹ ἀνῶρτο, ξεκινώ, αρχίζω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόρνῡμι: (только in tmesi) поднимать (αὐλον Pind.); med.-pass. подниматься Hom.
Middle Liddell
to rouse, stir up, Pind.:—Pass., epic aor2 ἀνῶρτο, to start up, Hom.