ἐξαναστρέφω

From LSJ
Revision as of 18:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναστρέφω Medium diacritics: ἐξαναστρέφω Low diacritics: εξαναστρέφω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: exanastréphō Transliteration B: exanastrephō Transliteration C: eksanastrefo Beta Code: e)canastre/fw

English (LSJ)

   A turn upside down, μακέλλῃ Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ S. Fr.727: c. gen. loci, hurl headlong from .., δαιμόνων ἱδρύματα . . ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812.

German (Pape)

[Seite 868] von Etwas umkehren u. herabstürzen; δαιμόνων θ' ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων, sie sind von ihren Gestellen herabgestürzt, Aesch. Pers. 798; χρυσῇ μακέλλῃ Διὸς ἐξαναστραφῇ Soph. frg. 767, zu Grunde. richten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστρέφω: μετὰ γεν. τόπου, ἀνατρέπω τι ἔκ τινος, καταρρίπτω, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812, Σοφ. Ἀποσπ. 767.

French (Bailly abrégé)

renverser de ses fondements, détruire de fond en comble : δαιμόνων ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων ESCHL les statues des dieux ont été renversées de leurs socles.
Étymologie: ἐξ, ἀναστρέφω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰναστρέφω)
volver de arriba abajo, derribar completamente en v. pas. δαιμόνων θ' ἱδρύματα ... ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812, cf. S.Fr.727.

Greek Monolingual

ἐξαναστρέφω (Α)
αναποδογυρίζω, ανατρέπω, γκρεμίζω κάτι από τη θέση του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐξαναστρέφω: μέλ. -ψω, εκτοξεύω, ρίχνω κάτι με το κεφάλι προς τα κάτω, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναστρέφω: низвергать, сбрасывать, pass. быть низвергаемым (βάθρων Aesch.; μακέλλῃ Ζηνός Soph.).

Middle Liddell

fut. ψω
to hurl headlong from a place, c. gen., Aesch.