ἀγρέω

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρέω Medium diacritics: ἀγρέω Low diacritics: αγρέω Capitals: ΑΓΡΕΩ
Transliteration A: agréō Transliteration B: agreō Transliteration C: agreo Beta Code: a)gre/w

English (LSJ)

   A = αἱρέω, take, seize, freq. in Aeolic Inscrr. as IG12(2).6.33 (Pass., Lesbos); ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil.4.3; τρόμος παῖσαν ἄγρει Sapph.2.14, cf. Thgn.294; ἀγρεῖ πόλιν captures, A.Ag.126 (lyr.); of fishing, AP6.304 (Phanias); in prescriptions, ἄγρει, take! Nic.Th.534, al.    II Hom. only in imper. ἄγρει, prop. take it!, hence, come on! ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il.5.765, cf. A.R.1.487; pl., ἀγρεῖτε (ἄγρειτε An. Ox.1.71) Od.20.149. Cf. ἄργειτε.

German (Pape)

[Seite 22] (= ἀγρεύω, αἱρέω), jagen, fangen, χρόνῳ ἀγρεῖ πόλιν Aesch. Ag. 125; ἀγρεῖς μορμύρον Phani. 7 (VI, 304). Sonst nur imper-praes., ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil. ftg. 49, nimm den Wein. Bei Hom. wird ἄγρει eine förmliche Interjection, wohlan, so daß immer noch ein anderer imperat. folgt: ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765, vgl. 7, 459. 11, 512. 14, 271 Od. 21, 176. Der plur. ἀγρεῖτε ebenso Od. 20, 149; also ganz wie ἄγε, ἄγετε. So auch Sp. Ep., z. B. Ap. Rh. 1, 487.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρέω: ποιητ. τύπ. τοῦ προηγ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἀλλὰ σπανίως ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ· ἄγρει δ’ οἶνον ἐρυθρόν, ζήτησον..., Ἀρχίλ. 5. 3· τρόμος πᾶσαν ἀγρεῖ, καταλαμβάνει, Σαπφ. 2. 14, πρβλ. Θέογν. 294· ἀγρεῖ πόλιν, κυριεύει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 126 (λυρ.), ἐπὶ τοῦ ἁλιεύειν, ἀγρεῖς, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ προστακτ. ἄγρει = ἄγε, ἔλα, ἐμπρός! ἄγρει μάν οἱ ἔπερσον Ἀθηναίην, Ἰλ. Ε. 765· οὕτως, ἀγρεῖτε, Ὀδ. Υ. 149· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
1 s’emparer de;
2 impér. hom. ἄγρει IL, ἀγρεῖτε OD allons ! vite ! ἄγρει μάν IL eh bien, soit !.
Étymologie: ἄγρα.

Spanish (DGE)

I 1coger, apoderarse de, atrapar τρόμος παῖσαν ἄγρει un temblor se apodera de mí toda Sapph.31.14, πόλιν A.A.126, μορμύρον atrapar, pescar un besugo, AP 6.304 (Phan.), cf. ἤγρηνται· ᾕρηνται Hsch.
οἱ ἀγρεθέντες ἄνδρες los hombres escogidos, SEG 36.752.33 (Mitilene IV a.C.)
en imperat. coge, toma ἄγρει δ' οἶνον ... ἀπὸ τρυγός Archil.11.8
en recetas tómese Nic.Th.534.
2 en v. med. estar de acuerdo Hsch.α 778.
II como interj. en ép. ἄγρει ea, Il.5.765, 14.271, Od.21.176, plu. ἀγρεῖθ' Od.20.149. • DMic.: a-ke-re-se.

• Etimología: Al igual que ἀγείρω deriv. de la raíz *H2eg- mediante el suf. *r-, lo que supone un sentido de ‘reunir’, ‘traer’ del que derivará el de ‘cazar’, cf. ἄγρα. v. más datos de esta raíz s.u. ἄγω y ἀγρός.

Greek Monotonic

ἀγρέω: ποιητ. τύπος του προηγ., μόνο στον ενεστ.·
I. συλλαμβάνω, κυριεύω, σε Σαπφώ, σε Αισχύλ.
II. προστ. ἄγρει = ἄγε, έλα! έλα εμπρός! σε Ομήρ. Ιλ.· με την ίδια σημασία, ἀγρεῖτε, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρέω:
1) ловить (sc. ἰχθύν Anth.);
2) захватывать, завоевывать (Πριάμου πόλιν Aesch.);
3) imper. при imper. другого глагола = ἄγε давай, ну: ἄγρει, σῶν ὀχέων ἐπιβήσεο Hom. взойди же на свою колесницу; ἀγρεῖτε, δῶμα κορήσατε Hom. подметите-ка дом.

Middle Liddell

poet. form of ἀγρεύω only in pres.]
I. to capture, seize, Sapph., Aesch.
II. imperat. ἄγρει, = ἄγε, come, come on Il.; ἀγρεῖτε Od.