βασιλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = βασίλειᾰ, queen, princess, S.Ant.941 (dub.l.), E.Hec.552; β. νύμφη, γυνή, E.Med.1003, Hipp.778: in Prose, β. γυναικῶν Pl.Lg.694e, cf. Plu.Alex.21; of a Roman Imperial princess, Philostr.VA1.3. b = βασίλισσα 2, Eust. 1425.42. 2 as Adj., royal, ἑστία, εὐναί, E.Rh.718, IA1307 (lyr.); of cities, β. Ῥώμη IG14.830 (Puteoli); β. πόλις, of Rome, Gal.14.796; of Constantinople, OGI521.22 (Abydos), Them.Or.11.144a, Agath.1.4, etc.; so β. alone, Lyd.Mag.2.14; also β. χώρα, = Rome, Vett.Val.226.14. b metaph., καρδίη β. Hp.Nat.Hom.6. II kingdom, D.S.29.22.
German (Pape)
[Seite 437] ίδος, dasselbe, Soph. Ant. 932; Eur. Hec. 552; übh. fem. zu βασιλεύς, königlich, z. B. γυνή, νύμφη, Hipp. 778 Med. 1003; ἑστία Rhes. 718; wie γυνή Plat. Legg. III, 694 d; Sp., z. B. Plut. Al. 21. – Die Frau des Archon βασιλεύς, nach Eusth.; – sc. οἰκία, Palast, D. Sic. Exc. p. 623, 30. – Bei Poll. 7, 85 eine Art Schuhe.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ, βασίλισσα, ἡγεμονίς, Σοφ. Ἀντ. 941, Εὐρ. Ἑκ. 552· συναπτόμενον τοῖς νύμφη, γυνὴ Εὐρ. Μήδ. 1002, Ἱππ. 778· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, β. γυναικῶν Πλάτ. Νόμ. 694E, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 21· πρβλ βασίλισσα 2. 2) ὡς ἐπίθ., βασιλικός, ἑστία, εὐναὶ Εὐρ. Ρήσ. 718, Ι. Α. 1306· ἡ β. πόλις, ἐπὶ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰουστ. Μ. 1 Ἀπολ. 26, 56, Εύαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9. ΙΙ. βασιλικὸν ἀνάκτορον, Διοδ. Ἐκλ. σ. 623 Wessel. ΙΙΙ. εἶδος ὑποδημάτων, Πολυδ. Ζ΄, 85, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. de roi ou de reine, royal ; νύμφη βασιλίς EUR jeune reine, βασιλὶς γυνή EUR reine;
2 subst. (ἡ) reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
Greek Monolingual
βασιλίς (-ίδος), η (AM) βασιλεύς
βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» — η κορυφαία πόλη, η Κωνσταντινούπολη
μσν.
φρ. «ἡ βασιλὶς τῶν ἀρετῶν» — η κορυφαία αρετή
αρχ.
1. βασίλισσα
2. βασιλοπούλα
3. η βασίλιννα
4. το βασίλειο, η επικράτεια του βασιλιά
5. ως επίθ. η βασιλική, αυτή που ανήκει στον βασιλιά.
Greek Monotonic
βᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ,
1. βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. ως επίθ., βασιλικός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλίς:
I ίδος adj. f царская, царственная Eur.
II ίδος ἡ
1) царица или царевна Soph., Eur., Plat., Plut.;
2) (sc. οἰκία) царский дворец Diod.
Middle Liddell
= βασίλεια
1. a queen, princess, Soph., Eur., etc.
2. as adj. royal, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασιλίς -ίδος βασιλεύς f.
1. adj. koninklijk :. εὐναῖσι βασιλίσιν in koninklijk huwelijksbed Eur. IA 1307.
2. subst. koningin :. δούλη κεκλῆσθαι βασιλὶς οὖσ ’ αἰσχύνομαι ik schaam mij om een slavin genoemd te worden terwijl ik koningin ben Eur. Hec. 552.