βοτρυδόν

From LSJ
Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῡδόν Medium diacritics: βοτρυδόν Low diacritics: βοτρυδόν Capitals: ΒΟΤΡΥΔΟΝ
Transliteration A: botrydón Transliteration B: botrydon Transliteration C: votrydon Beta Code: botrudo/n

English (LSJ)

Adv. A like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.

German (Pape)

[Seite 455] traubenförmig, πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blüthenstande, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

(βοτρῡδόν)
adv. en racimos τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ... β. Thphr.HP 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.Im.1.31.3
fig. de abejas en enjambre β. πέτονται Il.2.89, cf. Philostr.VA 3.46, Gp.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550, de una multitud, Luc.Pisc.42.

Greek Monolingual

βοτρυδόν και βοτρυηδόν επίρρ. (Α) βότρυς
πυκνά, με αφθονία σαν τις ρόγες του σταφυλιού.

Greek Monotonic

βοτρῡδόν: (βότρυς), επίρρ., όπως ένα τσαμπί από σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρῡδόν: adv. в виде гроздьев (μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ δίκην Luc.).

Middle Liddell

βότρυς
like a bunch of grapes, in clusters, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυδόν βότρυς adv., in trossen, dicht opeen.