Πῖσα
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
or Πίση, Dor. Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (Str.8.3.31), which gave a name to Olympia itself, Stesich.90, Pi.O.1.18, Hdt. 2.7, etc.: Adv. Πίσηθεν AP7.390 (Antip. Thess.); Πισαῖοι, οἱ, A the people of Pisa, D.S.15.82 : Adj. Πισαῖος, α, ον, Nic.Fr.74.5, AP6.350 (Crin.), etc.:—also Πισάτης, ου, ὁ, Pi.O.9.68 ; fem. Πισᾶτις, ιδος, ἐλαία ib.4.13 ; ἡ Πισᾶτις (sc. γῆ) Str.8.3.3 ; also ἡ Πισαία Paus.5.1.6, etc. II Pisa in Etruria, Plb.2.16.2, etc.: elsewh. in pl. Πίσαι, αἱ, Id.2.27.1, etc. [[[Πῐσα]] in Pi., in other Poets Πῑσα.]
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Pisa (Pise) ville d’Élide.
Étymologie: cf. πῖσος.
Greek Monolingual
η / Πῑσα, -ης, και Πίση, δωρ. τ. Πίσα, ΝΑ
αρχ.
1. πόλη της Ηλείας, πρωτεύουσα της Πισάτιδος, όπου κατά τους μυθικούς χρόνους βασίλευε ο Οινόμαος και η οποία όφειλε το όνομά της είτε στον ήρωα Πίσο, γιο του Περιήρους και εγγονό του Αιόλου, είτε στη γειτονική της πηγή Πίσα
2. πόλη της Ετρουρίας, στη βόρεια όχθη του ποταμού Άρνου η οποία ιδρύθηκε είτε από Έλληνες Πισάτες, αποίκους από την ομώνυμης πόλη της Πελοποννήσου, είτε από Ετρούσκους, είτε από Λίγυρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. πῖσος].
Greek Monotonic
Πῖσα: ή Πίση, Δωρ. Πίσα, -ης, ἡ (πῖσος), πηγή στην Ολυμπία, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίρρ. Πίσηθεν, σε Ανθ.· επίθ. Πισαῖος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πίσα, στον ίδ.· επίσης Πισάτης [ᾱ], -ου, ὁ, θηλ. Πισᾶτις, -ιδος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῖσα: дор. Πίσα ἡ Писа (город в Элиде на р. Алфей) Her., Eur., Pind.
Middle Liddell
Πῖσα, ορ Πίση, doric Πίσα, ης, ἡ, πῖσος
Pisa, name of a fountain at Olympia, Hdt., Pind.