άλλομαι

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ἅλλομαι (Α)
1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι
2. υπερβαίνω, υπερπηδώ
3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ
4. (για μέλη του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω
5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
6. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ρηματικός τ. που ανάγεται σε ἅλ-jομαι και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. salio «πηδώ» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό slβpati «ἅλλομαι» και το σλοβένικο slap (< solpo-) «καταρράκτης, χείμαρρος, μεγάλο κύμα». Στον Όμηρο παράλληλα προς τον τ. αορ. ἥλατο απαντούν οι τ. ἄλτο, ἄλμενος, υποτ. ἄλεται, ἄληται με αιολική ψίλωση. Οι δε ομηρ. αόρ. ἔπ-αλτο (του ρ. ἐφ-άλλομαι) και ἀν-έπ-αλτο (του ρ. ἀν-εφ-άλλομαι) συνδέθηκαν με το ρ. πάλλω, πάλλομαι «κραδαίνω, σείω, τινάζω», κι έτσι δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. πάλτο «αναπηδώ, σκιρτώ». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα προς τον τ. ἅλλομαι χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. πηδῶ (-άω), ο οποίος και επικράτησε.
ΠΑΡ. ἅλμα, ἁλτήρ, ἁλτικός
αρχ.
ἅλσις
νεοελλ.
άλτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνάλλομαι, ἀφάλλομαι, διάλλομαι, εἰσάλλομαι, ἐνάλλομαι, ἐφάλλομαι, καθάλλομαι, μεθάλλομαι, προάλλομαι, προσάλλομαι, συνάλλομαι, ὑπεράλλομαι, ὑφάλλομαι.