φυσιάω

From LSJ
Revision as of 23:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσιάω Medium diacritics: φυσιάω Low diacritics: φυσιάω Capitals: ΦΥΣΙΑΩ
Transliteration A: physiáō Transliteration B: physiaō Transliteration C: fysiao Beta Code: fusia/w

English (LSJ)

Ep. part. φῡσιόων:—intr.,    A blow, puff, snort, breathe hard, pant, ἵπποι φυσιόωντες Il.4.227, 16.506; μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον A.Eu.248; φυσιῶν . . ἐκβάλλει ῥοὴν . . φοινίου σταλάγματος S.Ant.1238: metaph., μέσφ' ὁ δαίμων οὔρια φυσιάει Cerc.4.49.    2 hiss, φυσιόωσα ἔχις Opp.C.3.439, cf. 1.262.    3 metaph., to be puffed up, Naumach. ap. Stob.4.23.7.

German (Pape)

[Seite 1317] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. αἷμα ἐξέπνευσε; zischend, ἔχις φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσιάω: Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ φυσάω 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἀναπνέω δυνατά, ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω, ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. φυσάω ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) σίζω, συρίζω, φυσιόωσα ἔχις Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
souffler avec force, respirer bruyamment.
Étymologie: φῦσα.

Greek Monotonic

φῡσιάω: Επικ. μτχ. αμτβ., φυσάω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φῡσιάω: тяжело дышать, храпеть (ἵπποι φυσιόωντες Hom.): φ. τινι Aesch. задыхаться от чего-л.; φυσιῶν ἐχβάλλει πνοήν (v. l. ῥοήν) Soph. он с хрипением испускает дух.

Middle Liddell

φῡσιάω,
epic part. φῡσιόων, intr. to blow, puff, breathe hard, pant, Il., Aesch., Soph.