κήλησις

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλησις Medium diacritics: κήλησις Low diacritics: κήλησις Capitals: ΚΗΛΗΣΙΣ
Transliteration A: kḗlēsis Transliteration B: kēlēsis Transliteration C: kilisis Beta Code: kh/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A bewitching, charming, ἔχεων, νόσων, Pl.Euthd. 290a: enchantment by eloquence, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία ibid.; by music and sweet sounds, Id.R.601b, Stoic.3.97.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.

Greek (Liddell-Scott)

κήλησις: -εως, ἡ, κατάθελξις, καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
charme (de la musique, de la parole, etc.).
Étymologie: κηλέω.

Greek Monolingual

κήλησις, ἡ (Α) κηλώ
1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.)
2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κήλησις: -εως, ἡ, καταγοήτευση, μαγεία, σαγήνη, ελκυστικότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κήλησις: εως ἡ
1) завораживание, заклинание (τῶν θηρίων τε καὶ νόσων Plat.);
2) чарующая сила, очарование (δικαστῶν Plat.; μελῶν Luc.; ἀπάτη καὶ κ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήλησις -εως, ἡ [κηλέω] betovering, misleiding.

Middle Liddell

κήλησις, εως κηλέω
an enchanting, fascination, Plat.

English (Woodhouse)

appeasing, enchantment, soothing, act of bewitching, act of enchanting, soothing enchantment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)