καθέψω
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
fut. -εψήσω, A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr.HP7.5.2; of a person, ἡλίῳ -ψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., -ψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185. II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6. 2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Übertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d’où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.
Greek Monolingual
καθέψω (Α)
1. βράζω κάτι καλά
2. παθ. καθέψομαι
(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο
3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση της ηλιακής θερμότητας
4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι
5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῡν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕψω «ψήνω, βράζω»].
Greek Monotonic
καθέψω: μέλ. -εψήσω,
I. βράζω κάτι καλά, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., απαλύνω, ησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθέψω: (только praes.)
1) варить, вываривать (βοτάνην Plut.);
2) высушивать (καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων ὁ ποταμός Diod.);
3) переваривать (τι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-έψω en καθεψέω koken:; ἡλίῳ καθεψεῖσθαι door de zon verbrand worden Luc. 39.25; overdr.. τἀργύριον geld verteren Aristoph. Ve. 795.
Middle Liddell
fut. -εψήσω
I. to boil down, Ar.
II. metaph. to soften, temper, Xen.