καλλιρρήμων
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A elegant, λέξις D.H.Comp.3; λέξεως μόρια ib.16.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρρήμων: -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ καλλιρρήμων λέξις, καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui parle agréablement.
Étymologie: καλός, ῥῆμα.
Greek Monolingual
καλλιρρήμων, -ον (Α)
κομψός, γλαφυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυ-ρρήμων, μεγαλο-ρρήμων].
Greek Monotonic
καλλιρρήμων: -ον (ῥῆμα), με γλαφυρή, κομψή γλώσσα.