καρχαρόδους

From LSJ
Revision as of 10:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχᾰρόδους Medium diacritics: καρχαρόδους Low diacritics: καρχαρόδους Capitals: ΚΑΡΧΑΡΟΔΟΥΣ
Transliteration A: karcharódous Transliteration B: karcharodous Transliteration C: karcharodous Beta Code: karxaro/dous

English (LSJ)

ὁ, ἡ (neut. A -όδουν Plot.6.7.9), gen. -όδοντος, with saw-like teeth, καρχαρόδοντε δύω κύνε Il.10.360; κυνῶν ὕπο κ. 13.198; ἅρπην κ. Hes.Th.180; applied to Cleon, Ar.Eq.1017, V.1031; καρχαρόδοντα… ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς Arist.HA501a18; opp. Χαυλιόδους, Id.PA661b19; of the lobster's claws, Id.HA526a19.

German (Pape)

[Seite 1332] οντος, scharfzahnig, mit scharfen, spitzen Zähnen; κύνες Il. 10, 360. 13, 198; ἅρπη Hes. Th. 180; καρχαρόδουν ζῷον Arist. part. an. 3, 1, wo es ὀξεῖς καὶ ἐπαλλάττοντας ὀδόντας ἔχον erkl. wird; τὰ καρχαρόδοντα Opp. Cyn. 3, 262. Kleon heißt so Ar. Vesp. 1031, vgl. Equ. 1017.

Greek (Liddell-Scott)

καρχᾰρόδους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, ὁ ἔχων ὀξεῖς, κοπτεροὺς ὀδόντας, καρχαρόδοντε δύω κύνε Ἰλ. Κ. 360· κυνῶν ὑπὸ καρχαροδόντων Ν. 198· ἅρπην καρχ. Ἡσ. Θ. 180· ἐφαρμοζόμενον εἰς τὸν Κλέωνα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1017, Σφ. 1031.―Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἐκεῖνα τὰ ζῷα εἶναι καρχαρόδοντα, ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 51· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 6, ἔνθα εἶναι ἀντίθετον πρὸς τὸ χαυλιόδους· πρβλ. ὡσαύτως συνόδους.―Ὡσαύτως ἐπὶ τῶν χηλῶν τῶν μεγάλων ποδῶν τοῦ ἀστακοῦ, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όδοντος;
aux dents aiguës, acérées.
Étymologie: κάρχαρος, όδούς.

English (Autenrieth)

όδοντος: sharp-toothed, epith. of dogs. (Il.)

Greek Monolingual

καρχαρόδους, -ουν (Α)
1. αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια
2. μτφ. ως κύριο όν. ό Καρχαρόδους
κωμικό επίθ. του Κλέωνος στον Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + -όδους (< ὀδούς), πρβλ. αραι-όδους, κρατερ-όδους].

Greek Monotonic

καρχᾰρόδους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρχαρόδους -όδοντος [κάρχαρος, ὀδούς] met scherpe tanden.

Russian (Dvoretsky)

καρχᾰρόδους: 2, gen. όδοντος с острыми зубами, зубастый (κύνες Hom.; ἅρπη Hes.; ζῷον Arst.).

Middle Liddell

[from κάρχᾰρος]
with sharp, jagged teeth, of dogs, Il.; applied to Cleon by Ar.