λυτός

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτός Medium diacritics: λυτός Low diacritics: λυτός Capitals: ΛΥΤΟΣ
Transliteration A: lytós Transliteration B: lytos Transliteration C: lytos Beta Code: luto/s

English (LSJ)

ή, όν, A that may be untied, Pl.Ti.41b, al. II that may be dissolved, soluble, ὑφ' ὕδατος ib.60d, cf. Arist. Mete.383b13. Adv. -τῶς solubly, Id.PA649a32. III of arguments and problems, refutable, soluble, Id.Rh.1357b13.

Greek (Liddell-Scott)

λῠτός: -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, εὐδιάλυτος, ὑπό τινος αὐτόθι 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être résolu ou réfuté.
Étymologie: adj. verb. de λύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυτός, -ή, -όν) λύω
νεοελλ.
1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος
2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
μσν.
απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον
2. αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει κάποιος εύκολα, ευδιάλυτος
3. (για επιχείρημα) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί.
επίρρ...
λυτά (Μ)
ελεύθερα, χωρίς δέσμευση.

Greek Monotonic

λῠτός: -ή, -όν (λύω
I. αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει κάποιος, να ανατρέψει σε Πλάτ.
II. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, ανατρέψιμος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λῠτός:
1) могущий быть разложенным, разложимый: τὸ δεθὲν πᾶν λυτόν (sc. ἐστι) Plat. все сложное разложимо;
2) растворимый (λ. ὑγρῷ Arst.);
3) рит. опровержимый (σημεῖον Arst.).

Middle Liddell

λῠτός, ή, όν [λύω]
I. that may be loosed or dissolved, Plat.
II. of arguments, refutable, Arist.