μεγαλοπρέπεια

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρέπεια Medium diacritics: μεγαλοπρέπεια Low diacritics: μεγαλοπρέπεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: megaloprépeia Transliteration B: megaloprepeia Transliteration C: megaloprepeia Beta Code: megalopre/peia

English (LSJ)

Ion. μεγᾰλοπρεπ-είη, ἡ, A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R.486a, Isoc.9.2, Arist.EN1107b17, etc. II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37. III as a title, ἡ σὴ μ. Just.Nov.41 Praef.; ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευθεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρέπεια: Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ ἰδιότης τοῦ μεγαλοπρεποῦς, λαμπρότης, Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
magnificence, générosité.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) μεγαλοπρεπής
1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο
2. πλούτος, πολυτέλεια
3. το υψηλό ύφος του λόγου
4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοπρέπεια: Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, μεγαλοπρέπεια, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπρέπεια: ион. μεγᾰλοπρεπείη ἡ склонность к роскоши, великолепие, тж. щедрость Her. etc.

Middle Liddell

μεγᾰλοπρέπεια, ιονιξ -είη, ἡ,
the character of a μεγαλοπρεπής, magnificence, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

magnificence, splendor, splendour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)