μεταντλέω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A draw from one vessel into another, εἰς ἀγγεῖα Gp.9.19.8: metaph., of Τύχη, AP9.180 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 151] umschöpfen, aus einem Gefäß in ein anderes schöpfen, Pallad. 72 (IX, 180).
Greek (Liddell-Scott)
μεταντλέω: ἀντλῶ καὶ μεταφέρω ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, μεταγγίζω, Ἀνθ. Π. 9. 180.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
transvaser.
Étymologie: μετά, ἀντλέω.
Greek Monotonic
μεταντλέω: μέλ. -ήσω, αντλώ και μεταφέρω το υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μεταντλέω: переливать, перецеживать Anth.