παιδοτριβέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A to be a gymnastic trainer, IG2.1224, SIG577.25 (Milet., iii/ii B. C.), etc. 2 generally, train, exercise, educate, τινα D. 25.7; τινὰ ἔν τινι Plu.2.795e: metaph., πεπαιδοτριβηκὼς τυραννίδα trained up, Plu. Comp.Dem.Cic.4:—Pass., ψυχῆς πεπαιδοτριβημένης Ph.2.265; π. ἐπὶ στρατηγίᾳ παρά τινος Jul. Caes.324d. II = παιδεραστέω, AP12.34 (Autom.), 222 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 441] ein παιδοτρίβης sein, Knaben in der Ringkunst unterrichten und üben, übh. unterrichten; τὸν ἀεὶ βουλόμενον πονηρὸν εἶναι, Dem. 25, 7; τινὰ ἔν τινι, Plut. an seni 24. – Im obscönen Sinne = παιδεραστέω, Strat. 64 (XII, 222); Automed. 1 (XII, 34).
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτρῐβέω: εἶμαι παιδοτρίβης, διδάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 255, 262, 264-6, κ. ἀλλ. 2) καθόλου, γυμνάζω, παιδεύω, ἀνατρέφω, π. τινα πονηρὸν εἶναι Δημ. 771. 26· τινα ἔν τινι Πλούτ. 2. 795Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγματος, π. τυραννίδα ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Κικ. καὶ Δημ. 4. ΙΙΙ. = παιδεραστέω. Ἀνθ. Π. 12. 34, 222. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
former des enfants par des exercices de gymnastique ; exercer, p. ext. instruire.
Étymologie: παιδοτρίβης.
Greek Monotonic
παιδοτρῐβέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ ως δάσκαλος γυμναστικής· γενικά, γυμνάζω, ασκώ, παιδοτριβέω τινὰ πονηρόν εἶναι, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοτριβέω [παιδοτρίβης] trainen, opvoeden; overdr.. ἐγκαλῶν … πεπαιδοτριβηκότι τυραννίδα met de beschuldiging dat hij een tirannie heeft opgekweekt Plut. Cic. 53.4.
Russian (Dvoretsky)
παιδοτρῐβέω:
1) досл. обучать борьбе, учить гимнастике, перен. обучать, учить, наставлять (τινά τινα εἶναι Dem. и τινα ἔν τινι Plut.);
2) Anth. = παιδεραστέω.
Middle Liddell
παιδοτρῐβέω, fut. -ήσω
to train as a gymnastic master: generally, to train, π. τινὰ πονηρὸν εἶναι Dem.