παλιντριβής

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντρῐβής Medium diacritics: παλιντριβής Low diacritics: παλιντριβής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: palintribḗs Transliteration B: palintribēs Transliteration C: palintrivis Beta Code: palintribh/s

English (LSJ)

ές, A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43. 2 knavish, crafty, τὰ… πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.

German (Pape)

[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.

Greek Monolingual

παλιντριβής, -ές (Α)
1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής].

Greek Monotonic

πᾰλιντρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που τρίβεται ξανά και ξανά· απ' όπου, πανούργος, δόλιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντρῐβής: много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt.

Middle Liddell

πᾰλιν-τρῐβής, ές τρίβω
rubbed again and again: hence hardened, knavish, Soph.

English (Woodhouse)

cunning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)