προσεῖδον

From LSJ
Revision as of 22:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεῖδον Medium diacritics: προσεῖδον Low diacritics: προσείδον Capitals: ΠΡΟΣΕΙΔΟΝ
Transliteration A: proseîdon Transliteration B: proseidon Transliteration C: proseidon Beta Code: prosei=don

English (LSJ)

inf. προσῐδεῖν, part. προσῐδών, aor. 2 without pres. in use, προσοράω being used instead:—A look at or upon, Hes.Fr.93.2, Hdt.1.129, A.Pr.553 (lyr.), S.OT1372, etc.; π. φάος ἀλίω Sapph.69:—Med. προσῐδέσθαι, first in Pi.P.1.26, A. Pers.48 (anap.), 694 (lyr.) (found as v.l. in Od.13.155, Hes.Sc. 386). II Pass. προσείδομαι, to be like, A.Ch.178.

Greek (Liddell-Scott)

προσεῖδον: ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. προσοράω (πρβλ. ὡσαύτως πρόσοιδαβλέπω πρός τινα ἢ πρός τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, (διότι ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι ὅμοιος, Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε εἴδω Α. ΙΙ. 3.

Greek Monotonic

προσεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, μτχ. -ῐδών, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, προσοράω, χρησιμοποιούμαι στη θέση άλλου,
I. παρατηρώ ή βλέπω σε, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. Παθ., προσείδομαι, μοιάζω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεῖδον indic. aor. act., voor praes. vormen, zie προσοράω, kijken naar.

Middle Liddell

inf. -ῐδεῖν part. -ῐδών [aor2 without any pres. in use, προσοράω being used instead.]
I. to look at or upon, Hdt., Aesch., etc.:—also in Mid. προσῐδέσθαι, Pind., Aesch.
II. Pass. προσείδομαι, to be like, Aesch.