στράβηλος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ and ἡ, A snail or shell-fish, ἁλία σ. S.Fr.324, cf. Arist.Fr.304, Speus. ap. Ath.3.86c. II wild olive, Pherecr.13 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, statt στράβαλος, ein gewundener, gedrehter Körper, wic στρόβιλος u. στρόμβος, bes. eine Schnecke, Soph. frg. 299 bei Ath. III, 86 d. – Bei Phereer. Ath. VII, 316 e, nach Poll. 6, 45, die Frucht des wilden Oelbaums.
Greek (Liddell-Scott)
στράβηλος: [ᾰ], ὁ καὶ ἡ, (στρέφω) ζωΰφιον συνεστραμμένον καὶ ἑλικοειδῶς βαῖνον (πρβλ. στρόβιλος), κοχλίας, Σοφ. Ἀποσπ. 209, Ἀριστ. Ἀποσπ 287, Ἀθήν. 86C κἑξ. ΙΙ. ἀγρία ἐλαία, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρ» 2.
Greek Monolingual
ό, ἡ, Α
1. κοχλίας («στράβηλοι
κοχλίαι», Ησύχ.)
2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -ηλος (πρβλ. τράχ-ηλος)].
Russian (Dvoretsky)
στράβηλος: (ᾰ) ὁ улитка или раковина Soph., Arst.