στρογγύλλω
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
(στρογγύλος) A round off, make round, Aret.SA1.8 (Pass.). II twirl, spin, χειρὶ σ. κρόκην AP7.726 (Leon.): dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.90.
German (Pape)
[Seite 955] abrunden, rund machen, κρόκην χειρί Leon. Tar. 78 (VII, 726), u. a. Sp., auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγύλλω: (στρογγύλος, πρβλ. στωμύλλω, στωμύλος), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.περιστρέφω, κλώθω, χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.
French (Bailly abrégé)
1 arrondir;
2 faire tourner.
Étymologie: στρογγυλός.
Greek Monolingual
Α στρογγύλος
1. κάνω κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. κλώθω
3. μτφ. παρατείνω.
Greek Monotonic
στρογγύλλω: μέλ. -ῠλῶ, συστρέφω, περιστρέφω, περιδινίζω, κλώθω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στρογγύλλω: крутить, вращать (κρόκην Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.
Middle Liddell
στρογγύλλω,
to twirl, spin, Anth. [from στρογγύ˘λος]