χρηστηριάζω

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστηριάζω Medium diacritics: χρηστηριάζω Low diacritics: χρηστηριάζω Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: chrēstēriázō Transliteration B: chrēstēriazō Transliteration C: christiriazo Beta Code: xrhsthria/zw

English (LSJ)

A give oracles, prophesy, τισι Ephor.31(b) J.; χ. τάδε πρὸς τὴν ἐρώτησιν SIG557.6 (Magn.Mae., iii B. C.). II mostly in Med. (fut. -άσομαι Theopomp.Hist.314), consult an oracle, Hdt.1.55; χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖσι ἐπί τινι ib.66; χ. θεῷ consult a god, Id.7.178; ἱροῖσι χ. by means of victims, Id.8.134; αἰξὶ μάλιστα χ. D.S. 16.26; περί τινος respecting something, Hdt.2.52; χ. εἰ . . to as the oracle whether... Id.5.67; εἰς ἥντινα παρέσονται χώραν Ant.Lib.8.2:—aor. Pass., τῶν βουλομένων -ασθῆναι IG9(2).1109.34 (thessaly, ii/i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel geben, ertheilen, prophezeihen; gew. im med., sich ein Orakel geben lassen, das Orakel befragen, Her. 1, 55; ἐν Δελφοῖς, ἐν Ὀλυμπίᾳ u. vgl., 1, 66. 91 u. öfter; θεῷ, bei einem Gotte anfragen, 7, 178; ἱροῖσι χρηστηριάζεσθαι, ein Opfer befragen, Her. 8, 134; περί τινος, um Etwas, 2, 50; αἰξί D. Sic. 16, 26, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστηριάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ χράω (Γ). Α, δίδω χρησμούς, προφητεύω, τινί Στράβ. 422. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ χράομαι, λαμβάνω χρησμός, συμβουλεύομαι τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 55· χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖς 1. 66. πρβλ. 91· χρηστ. θεῷ, ἐρωτῶ θεόν, ὡς τὸ χρήσασθαι θεῷ 7. 178· ἱροῖσι χρηστηρ., διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν, θυμάτων 8. 134· οὕτως, αἰξὶ μάλιστα χρ. Διόδ. 16. 26· χρ. ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 1. 66· περί τινος, ὡς πρό, τι, ὁ αὐτ. 2. 52· χρ. εἶ.., ἐρωτῶ τὸ μαντεῖον ἂν …, ὁ αὐτ. 5. 67.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle, prophétiser;
Moy. χρηστηριάζομαι consulter un oracle : περί τινος ou ἐπί τινι, au sujet de qch ; θεῷ HDT consulter un dieu ; ἱροῖσι HDT consulter l’oracle en offrant des sacrifices.
Étymologie: χρηστήριος.

Greek Monolingual

Α χρηστήριος
1. χρησμοδοτώ
2. (συν. μέσ.) χρηστηριάζομαι
α) συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ και παίρνω χρησμό («ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος», Ηρόδ.)
β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. θεῷ) επερωτώ κάποιον θεό
γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. ἱροῑσι) προλέγω το μέλλον αφού εξετάσω τα θυσιασμένα ζώα.

Greek Monotonic

χρηστηριάζω: μέλ. -άσω, [βλ. χράω Γ. I].
I. δίνω χρησμούς, προφητεύω, σε Στράβ.
II. Μέσ., όπως το χράομαι, λαμβάνω χρησμό, συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ηρόδ.· χρηστηριάζω, συμβουλεύομαι θεό, όπως χρήσασθαι θεῷ, στον ίδ.

Middle Liddell

χρηστηριάζω, like χράω3]
I. to give oracles, prophesy, Strab.
II. Mid., like χράομαι, to have an oracle given one, consult an oracle, Hdt.; χρ. θεῷ to consult a god, like χρήσασθαι θεῷ, Hdt. [from χρηστήριον