ἐλασία

From LSJ
Revision as of 01:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰσία Medium diacritics: ἐλασία Low diacritics: ελασία Capitals: ΕΛΑΣΙΑ
Transliteration A: elasía Transliteration B: elasia Transliteration C: elasia Beta Code: e)lasi/a

English (LSJ)

ἡ,= ἔλασις, A riding, X.Eq.Mag.4.4; march,J.AJ2.10.2. II striking from a die, Gloss.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, = ἔλασις, Xen. Hipp. 4, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσία: ἡ, = ἔλασις, τὸ ἐλαύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 4· πορεία, διάβασις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 10, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐλασία· δίωξις».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἔλασις.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1milit. marcha, avance de un ejército, I.AI 2.244.
2 carrera, galopada de un caballo, Hld.8.15.1, Ph.Carp.Cant.M.40.28A, de un toro, Io.Mal.Chron.2.48.
II 1acuñación, Gloss.3.444.
2 c. gen. obj. expulsión τῶν δαιμόνων H.Mon.2.6.

Greek Monolingual

ἐλασία, η (AM)
η πράξη του ελαύνω, ιππασία, ιππηλασία
μσν.
1. έξωση, αποβολή, απέλαση
2. σειρά κωπηλατών
3. (για πουλιά) πτήση
4. ταχεία κίνηση, δρόμος
αρχ.
1. πορεία, διάβαση
2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις».

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσία: ἡ верховая езда (ἐλασίαν ποιεῖσθαι Xen.).

Middle Liddell

ἐλᾰσία, ἡ, = ἔλασις
riding, Xen.