ἐχινέες

From LSJ
Revision as of 10:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῑνέες Medium diacritics: ἐχινέες Low diacritics: εχινέες Capitals: ΕΧΙΝΕΕΣ
Transliteration A: echinées Transliteration B: echinees Transliteration C: echinees Beta Code: e)xine/es

English (LSJ)

οἱ, A kind of mouse with rough bristling hair, in Libya, Hdt. 4.192 (v.l.ἐχῖνες): acc. pl. ἐχῖνας Arist.Mir.832b3.

German (Pape)

[Seite 1126] αἱ, eine Art libyscher Mäuse mit stachlichten Haaren, Her. 4, 192, v. l. ἐχῖνες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνέες: ἢ ἐχῖνες, οἱ, εἶδος μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.

French (Bailly abrégé)

έων (αἱ) :
sorte de rats à poil hérissé, de Libye, animal.
Étymologie: ἐχῖνος.

Greek Monolingual

ἐχινέες, οἱ (Α) εχίνος
(η αιτ. ἐχῑνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη.

Greek Monotonic

ἐχῑνέες: ή ἐχῖνες, οἱ, είδος ποντικιού με αγκαθωτές τρίχες, που ζει στη Λιβύη, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνέες: έων οἱ эхины (ливийская разновидность грызунов с колючей шерстью) Her.

Middle Liddell


a kind of mouse with bristly hair, in Libya, Hdt.