ἔντμημα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ατος, τό, A cut in a thing, incision, notch, X.Cyn.2.7.
German (Pape)
[Seite 856] τό, der Einschnitt, Xen. Cyn. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντμημα: τό, ἐντομή, Ξεν. Κυν. 2. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
morceau coupé, entaille, incision.
Étymologie: ἐντέμνω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
hendidura, incisión αἱ δὲ (σχαλίδες) ... ἔχουσαι ... τὰ ἐντμήματα μὴ βαθέα las estacas que tienen hendiduras poco profundas X.Cyn.2.7.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔντμημα: -ατος, τό (ἐντέμνω), εντομή, χαραματιά, εγκοπή, χαρακιά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔντμημα: ατος τό разрез, надрез (ἐντμήματα μὴ βαθέα Xen.).