ἡμιπύρωτος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
[ῠ], ον<, A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.
Greek Monolingual
ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ-πύρωτος, α-πύρωτος].
Greek Monotonic
ἡμιπύρωτος: -ον (πῠρόω), μισοκαμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπύρωτος: (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.).
Middle Liddell
ἡμι-πύρωτος, ον [πῦρόω]
half-burnt, Anth.