ἰκμάζω
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
= sq., Nic.Fr.70.17. II filter through, ooze, Alex.Aphr.in Mete.87.27. III evaporate moisture, dry up, ἰκμασθέντος δὲ τούτου Plu.2.954e codd.; ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1248] = Folgdm; ἰκμάζουσα Nic. bei Ath. IV, 133 e; ἰκμασθέντος Plut. pr. frig. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάζω: τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ ἐξικμάζω, ἐξατμίζω τὴν ὑγρασίαν, καταξηραίνω, «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε.
French (Bailly abrégé)
rendre humide ; Pass. être ou devenir humide.
Étymologie: ἰκμάς.
Greek Monolingual
ἰκμάζω (Α)
ικμάς
1. ικμαίνω
2. διηθώ, σουρώνω
3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω.