ὑπόψαμμος
English (LSJ)
ον, A like ὕφαμμος, having sand under or in it, sandy, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.2.12, cf. Paus.4.36.5; τὸ ἀραιὸν καὶ ὑ. Ephor.65(c) J.; λίμνη X.HG3.2.19; θάλαττα Plu. Pomp.78.
German (Pape)
[Seite 1240] wie ὕφαμμος, unterwärts Sand habend, mit Sand untermischt; λίμνη Xen. Hell. 3, 2,19; compar., Her. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόψαμμος: -ον, ὡς τὸ ὕφαμμος, ὁ ἔχων ἄμμον ὑποκάτω, ἀμμώδης, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κἄπως ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Παυσ. 4. 36, 3· τὸ ἀραιὸν καὶ ὑπ. Πλούταρχ. 2. 898Β· λίμνη Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· θάλαττα Πλουτ. Πομπ. 78.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mêlé de sable;
2 ensablé;
Cp. ὑποψαμμότερος.
Étymologie: ὑπό, ψάμμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ανάμικτος με άμμο
2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].
Greek Monotonic
ὑπόψαμμος: -ον, αυτός που από κάτω του έχει άμμο, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κάπως αμμώδης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόψαμμος:
1) смешанный с песком, песчаный: γῆ ὑποψαμμοτέρη Her. супесчаная почва;
2) занесенный песком (λίμνη Xen.);
3) изобилующий песчаными мелями, т. е. мелководный (θάλαττα Plut.).
Middle Liddell
ὑπό-ψαμμος, ον,
having sand under, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.