μόγος
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ὁ, A toil, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ IG3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17. 2 trouble, distress, S.OC1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs 'heavy': the initial s is preserved in σμογερός, σμυγερός.)
Greek (Liddell-Scott)
μόγος: -ου, ὁ, μόχθος, κόπος, ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. μόχθος. (Πρὸς τὰ μόγος, μογέω, μογερός, πρβλ. μόγις· πρὸς τὸ μόλις, πρβλ. Λατ. moles, molestus· - μόγος, ὡσαύτως = μόχθος, μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. ἄχος, ἄχθος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 travail pénible, effort;
2 souffrance, douleur.
Étymologie: R. Μογ, faire un effort pénible.
German (Pape)
[Seite 196] ὁ (vgl. μόγις u. μόχθος, wie die abgeleiteten), Anstrengung, Mühe u. Arbeit; ἱδρῶ δ' ὃν ἴδρωσα μόγῳ, Il. 4, 27, wo es dem voranstehenden πόνος entspricht; μόγος ἔχει με, Soph. O. C. 1741, Leid; einzeln bei Sp., wie Alc. 1, 17.
English (Autenrieth)
toil, Il. 4.27†.
Greek Monolingual
μόγος, ὁ (Α)
1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος. Παρ' όλα αυτά, η λ. μόγος θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. μογέω μετονοματικό παράγωγο. Αν η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «σμογερόν
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» είναι αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. μόγος (< σμόγος) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. smagus «βαρύς, κουραστικός» και λεττον. smag(r)s. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, ομοιότητα της λέξης μόγος με τα μόχθος, μοχλός δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
Greek Monotonic
μόγος: -ου, ὁ,
1. μόχθος, δυσκολία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δυσκολία, στενοχώρια, Λατ. labor, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μόγος: ὁ
1) трудная работа, труд: ἱδρώς, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;
2) страдание, горе: μ. ἔχει (sc. με) Soph. мне больно.
Middle Liddell
1. toil, trouble, Il.
2. trouble, distress, Lat. labor, Soph.