πελλός

From LSJ
Revision as of 10:39, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελλός Medium diacritics: πελλός Low diacritics: πελλός Capitals: ΠΕΛΛΟΣ
Transliteration A: pellós Transliteration B: pellos Transliteration C: pellos Beta Code: pello/s

English (LSJ)

ή, όν, (or πέλλος, η, ον, the accent varies in codd.) A dark-coloured, dusky, πελλὴ μηκάς dub. in S. Fr.509 ; πελλὰ ὄϊς Theoc. 5.99, cf. S.Fr. 114 ; βοῦς EM659.38 ; πελλὸς ἐρῳδιός Arist. HA609b22 ; π. σποδός cj. in Phoen. 1.24 ; = Lat. pullus, (ἱμάτιον) IG14.644 (Supp.Epigr.4.70, Western Locr.) ; Sicyonian for κιρρός, Zenod. ap. Gal. 19.129. (Cf. πελιός, πελιδνός, πολιός ; Skt. palita/s 'grey', Lat. palleo, pullus.)

German (Pape)

[Seite 551] (vgl. πολιός, pullus), schwärzlich, dunkelfarbig, bleifarbig, Hesych. erkl. φαιὸν χρῶμα ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ; bei E. M. p. 659, 38 steht πέλλη βοῦς accentuirt, wie πέλος aus Soph. frg. 122 citirt wird; ὄϊν πελλάν Theocr. 5, 99, ἐρωδιός, Arist. H. A. 9, 1, u. sonst bei Sp. einzeln.

Greek (Liddell-Scott)

πελλός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. πελός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Greek Monolingual

και πελός, -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος
2. (στη Σικυώνα) κιρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός.

Greek Monotonic

πελλός: -ή, -όν, βλ. πελός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελλός -ή -όν [~ πελιός] grijs, donker:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.

Russian (Dvoretsky)

πελλός: Theocr., Arst. = πελός.